Γράφει ο Αρχιμ. Αρσένιος Κωτσόπουλος
Τά μοναστήρια δέν χτίζονται μέ ἀπειλές καί τρομοκρατίες ἀλλά μέ ἀγάπη καί θυσίες. Ὁ Χριστός ἔχτισε τήν ἁγία Του Ἐκκλησία μέ τό Τίμιο Αἷμα Του καί τόν σταυρικό Του θάνατο, καί ὄχι μέ ἐκβιασμούς, ἀπειλές καί ἰσοπεδώνοντας ἀνθρώπους. Δέν ἔχει εὐλογία ὅ,τι γίνεται μέ βία καί νοθεία.
Ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁραματιζόταν καί ποθοῦσε νά φτιάξει ἕνα πολύ μεγάλο ἵδρυμα, ἰσάξιο ὅπως ἔλεγε τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Ἕνα πολύ μεγάλο καλό. Λέει χαρακτηριστικά: «Ἐάν μέ εἶχαν ἀφήσει, ὅπως σκεπτόμουν, νά φτιάξω ἕνα πολύ μεγάλο καλό, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ θά γινόταν.
Μά πολύ μεγάλο καλό. Πρωτοφανές ἴσως. Ἴσως γεγονός τῶν πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ἰσάξιο μέ τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ἔτσι τό σχεδίαζα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Τό αἰσθανόμουν ἔτσι. Ἀλλά ἐτέθηκαν ἐμπόδια. Φοβερά ἐμπόδια, τά ὁποῖα μυστικά τά ξεπερνοῦσα καί τά χρόνια περνοῦσαν, καί ἐγώ προσευχόμουν ἀλλά μοῦ φαίνεται ὅτι τώρα ἔφτασε ὁ καιρός. Δέν σᾶς λέγω ἄλλα πράγματα ἀλλά μόνο αὐτά. Ἴσως ὁ Θεός μέ μένα τόν ταπεινό φαίνεται ὅτι ἔχει μιλήσει πολύ ὀλίγον καί περιμένει, ἀλλά ἐμπόδισαν οἱ ἄνθρωποι καί ὁ Θεός τώρα θά βάλει τό χέρι Του φανερά».
Ὁ ἅγιος Πορφύριος ἐνῶ εἶχε τήν «κοσμική» δύναμη νά φτιάξει ἕνα ἵδρυμα ὅπως τό ἤθελε, σεβόταν ἀκόμα καί τά ἐμπόδια που ἔβαζαν οἱ ἄνθρωποι, φυσικά «τοῦ περιβάλλοντός του», καί τά ἐνέτασσε στό εὐρύτερο σχέδιο καί θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν πίεσε καταστάσεις καί δέν χρειαζόταν νά πιέσει, διότι μέ τή διορατική δύναμη πού εἶχε θά μποροῦσε νά βρεῖ ἕναν ντενεκέ λίρες καί νά φτιάξει αὐτό πού ἤθελε.
Ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν ἐμπειρία πού καταθέτει ὁ Παρασκευάς Λαμπρόπουλος στό βιβλίο του γιά τόν ἅγιο Πορφύριο, κάποτε τόν πῆγε σέ ἕνα μέρος πρός τή Βοιωτία, τοῦ εἶπε νά σκάψει κάπου καί βρῆκαν πλάκες χρυσοῦ. Καί ὅμως τοῦ ἔδωσε ἐντολή πάλι νά τίς θάψει.
Οἱ ἅγιοι ἦταν λεπτές ψυχές. Πάνω ἀπό τά δικά τους σχέδια καί ὄνειρα ἀναζητοῦσαν τό θεῖο θέλημα. Ὁ γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ γράφει σχετικά: «Τό νά μπεῖς στή ροή τοῦ θείου θελήματος εἶναι πολύ ἀνώτερη κατάσταση. Πάνω ἀπό τά καλά ἔργα καί τίς ἁγνές προθέσεις. Ἔχουν γίνει μεγάλες γκάφες ἀπό ἁγνά κίνητρα». Καί ὁ γέροντας Σωφρόνιος τό ἔζησε αὐτό. Δέν ἐπεδίωξε νά φτιάξει «στανικώς» μοναστήρι.
Ἡ ἀναγκαιότητα τόν ὁδήγησε σέ αὐτό. Κάποιοι μαθητές του στή Γαλλία τόν παρακάλεσαν νά βροῦν ἕναν τόπο γιά νά «κουρνιάσουν» πνευματικά.
Ὁ τόπος βρέθηκε ἔξω ἀπό τό Λονδίνο στό Ἔσσεξ, καί ὅταν τόν εἶδε, τότε εἶπε αὐτός ὀ θεοφόρος Γέρων τῆς ἐποχῆς μας καί θεολόγος τοῦ Ἀκτίστου Φωτός: «Δόξα τῷ Θεῷ τῷ εὐεργετήσαντι ἡμᾶς. Ἀπό κανέναν δέν θά τόν στερήσουμε [τόν τόπο], κανείς δέν θά τόν διεκδικήσει».
Ναί, ὁ Γέροντας ἔκανε χαρά, διότι ἐνῶ μέ νόμιμο τρόπο θά ἀγόραζε ἐκείνη τήν ἔκταση στήν Ἀγγλία, ὅπου θά χτιζόταν τό μοναστήρι του, δέν θά ἔμπαινε στό μάτι κανενός. Δέν θά γινόταν αἰτία σκανδαλισμοῦ κανενός διεκδικητοῦ τῆς ἐκτάσεως ἐκείνης.
Πόσο εὐγενικές, πόσο εὐαίσθητες ἦσαν οἰ ψυχές τῶν ἁγίων μας. Θυμᾶμαι καί τόν ἅγιο Πορφύριο, ὁ ὁποῖος καρτερικά περίμενε πάνω ἀπό δέκα χρόνια μέχρι νά φωτίσει ὁ Θεός τόν ἐπιχώριο μητροπολίτη Ἀττικῆς προκειμένου νά τοῦ δώσει ἄδεια γιά τήν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τοῦ ἡσυχαστηρίου του.
Καί ἐμεῖς οἱ «ἐκκλησιαστικοί» πῶς λειτουργοῦμε ἄραγε στά ἱδρύματά μας, στά σωματεῖα μας, στίς ἐνορίες μας, στίς μονές μας. Ἀθλούμαστε μέ νόμιμο τρόπο, σεβόμαστε τά «εὐλογημένα» ἐμπόδια τοῦ Θεοῦ ἤ πατᾶμε ἐπί πτωμάτων προκειμένου νά πετύχουμε τούς ἐγωκεντρικούς στόχους μας; Ὁ ἅγιος Πορφύριος χαιρόταν γι’ αὐτό τό ἵδρυμα πού ὁραματιζόταν, τό ’βλεπε μπροστά του, ἔστω καί ἄν θά τό χαιρόταν μετά τό θάνατό του, ἀφοῦ γι’ αὐτόν καί ὅλους τούς ἁγίους δέν ὑπάρχει θάνατος.
Καί βέβαια, ὁ ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε νά ἀγωνίζονται τά μοναστήρια γιά τή διάσωση τῶν περιουσιακῶν τους στοιχείων, διότι στά δύσκολα χρόνια πού ἔρχονται θά ταΐζουν πολύ κόσμο, ὅμως αὐτό δέν σημαίνει πώς στοχεύοντας σέ ἡγουμενικές ἐξουσίες θά ὑφαρπάζουμε ξένες περιουσίες. Αὐτό εἶναι «οἰκονομικό παζάρι» μέ ἔνδυμα μοναχικό καί ἐκκλησιαστικό, πού τό βδελύσσεται ὁ Θεός καί σίγουρα δέν εὐλογεῖ μακροπρόθεσμα ἕνα τέτοιο ἔργο.