Ένα πολύ ωφέλιμο και διδακτικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης είναι το βιβλίο «Τωβίτ».
Πρόκειται για την ιστορία δύο οικογενειών, οι οποίες ενώ δοκιμάστηκαν έντονα, ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές τους και τις ευλόγησε με ιδιαίτερα θαυμαστό τρόπο.
Επίσης, το βιβλίο αυτό αναφέρεται με διδακτικό τρόπο στο θέμα της εγκράτειας, πριν τον γάμο, και την ιερότητα του μυστηρίου αυτού, με το οποίο ευλογείται από τον Θεό η οικογένεια.
Ο Τωβίτ καταγόταν από την Θίσβη αλλά οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Νινευή, όπου και έζησε. Όπως αφηγείται ο ίδιος την ζωή του, ακολούθησε τον δρόμο της αλήθειας και της δικαιοσύνης και έκανε πολλές ελεημοσύνες.
Αναφέρει με πόνο την αποστασία των προγόνων του και την στροφή τους στην ειδωλολατρεία, σε σημείο να έχει απομείνει σχεδόν μόνος από την φυλή του, που παρέμενε πιστός στον αληθινό Θεό και τηρούσε τις θρησκευτικές παραδόσεις, όπως τις είχε διδαχτεί από την γιαγιά του, την Δεββώρα. Όταν μεγάλωσε, παντρεύτηκε την Άννα και απέκτησαν παιδί, τον Τωβία.
Όταν οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Νινευή αγωνίστηκε και πάλι να μείνει πιστός στον Θεό με όλη την καρδιά του και να νηστεύει από τις απαγορευμένες ειδωλολατρικές τροφές.
Με την θεία βοήθεια και ευλογία κατέλαβε υπεύθυνο αξίωμα στην βασιλική αυλή ως προμηθευτής του βασιλιά Ενεμεσσάρου και ταξίδευε συχνά στην Μηδία. Κάποτε, ευρισκόμενος στους Ράγους της Μηδίας κατέθεσε στον Γαβαήλο δέκα τάλαντα ασήμι, δηλαδή περίπου τετρακόσια δέκα κιλά!
Τον πλούτο, που του χάρισε ο Θεός, ο Τωβίτ τον μοιραζόταν πάντα με αγάπη με τους συμπατριώτες του. Μοιραζόταν ακόμα και το φαγητό και τα ρούχα του.
Η πιο σπουδαία, όμως, ίσως ελεημοσύνη, που έκανε, ήταν η μυστική ταφή των συμπατριωτών του, που σκότωνε ο βασιλιάς Σενναχηρίμ, διάδοχος του Ενεμεσσάρου.
Ο Σενναχηρίμ πάνω στον θυμό του σκότωνε πολλούς Ισραηλίτες και τους πετούσε έξω από τα τείχη της Νινευή.
Ο Τωβίτ πήγαινε με άκρα μυστικότητα και τους έθαβε, όπως πρόσταζε η θρησκεία τους. Ένας Νινευίτης, όμως, κατέδωσε τον Τωβίτ στον βασιλιά και καθώς εκείνος τον αναζητούσε, για να τον σκοτώσει, έφυγε από την χώρα και έτσι του άρπαξαν όλα τα υπάρχοντά του.
Ύστερα από πενήντα μέρες, δολοφονήθηκε ο σκληρός αυτός βασιλιάς και ο διάδοχός του, Σαχερδονός, επέτρεψε να επιστρέψει ο Τωβίτ και επανενώθηκε με την οικογένειά του, την γυναίκα και τον γιο του.
Μια μέρα, που γιόρταζαν την Πεντηκοστή, ετοίμασαν πλούσιο τραπέζι και ο Τωβίτ έστειλε τον γιο του Τωβία να αναζητήσει φτωχούς συμπατριώτες τους, για να φάνε όλοι μαζί.
Όταν, όμως, επέστρεψε ο Τωβίας είπε στον πατέρα του ότι ένας συμπατριώτης τους ήταν στραγγαλισμένος και πεταμένος στην αγορά.
Τότε ο Τωβίτ άφησε το φαΐ του, έτρεξε και έκρυψε σε μια αποθήκη το σώμα του άτυχου ανθρώπου και όταν βασίλεψε ο ήλιος πήγε και έθαψε τον νεκρό, ενώ οι γείτονές του τον περιγελούσαν για την πράξη του αυτή.
Όπως όριζε η θρησκευτική παράδοση, ο Τωβίτ λόγω της ταφής θεωρούταν ακάθαρτος και δεν μπορούσε να μπει στο σπίτι του.
Έτσι κοιμήθηκε έξω, ενώ κάποια στιγμή που άνοιξε τα μάτια του έπεσαν μέσα σε αυτά κουτσουλιές από σπουργίτια, που δημιούργησαν λευκά στίγματα στα μάτια του και τυφλώθηκε.
Για να επιβιώσουν, τους βοηθούσε ο ανηψιός του Αχιάχαρος αλλά και η γυναίκα του, που εργαζόταν. Η γυναίκα του πάνω σε έναν καυγά μάλιστα του μίλησε με έντονα ελεγκτικό τρόπο και του είπε˙ «τί κατάλαβες από τις ελεημοσύνες σου και τα καλά σου έργα; Τα είδαμε τα αποτελέσματα»!
Ο Τωβίτ τόσο πολύ λυπήθηκε και έκλαψε, που παρακάλεσε τον Θεό στην προσευχή του να πεθάνει!
Την ίδια μέρα, η Σάρρα, κόρη του Ραγουήλ, στα Εκβάτανα της Μηδείας, ήταν και αυτή λυπημένη μέχρι θανάτου.
Γιατί την κορόιδευαν οι ίδιες οι δούλες του πατέρα της, καθώς είχε παντρευτεί εφτά φορές και την πρώτη νύχτα του γάμου είχαν πεθάνει και οι εφτά σύζυγοί της, που τους σκότωνε ένα δαιμονικό πνεύμα, ο Ασμοδαίος. Τόσο λυπημένη ήταν η Σάρρα, που προσευχήθηκε και αυτή σαν τον Τωβίτ να πεθάνει.
Οι προσευχές τους εισακούστηκαν από τον Θεό, όχι όμως και τα συγκεκριμένα αιτήματα. Αλλά ο Πανάγαθος Θεός, που ενεργεί με τρόπους θαυμαστούς, έστειλε τον αρχάγγελο Ραφαήλ να τους θεραπεύσει.
Να γιατρευτούν και να ανοίξουν τα μάτια του Τωβίτ, ο Τωβίας, γιος του Τωβίτ να παντρευτεί την Σάρρα και να διωχτεί για πάντα ο Ασμοδαίος, το κακό πνεύμα, που ταλαιπωρούσε την Σάρρα και θανάτωνε τους συζύγους της.
Τότε ο Τωβίτ, κάλεσε τον γιο του, τον Τωβία, να του δώσει τις τελευταίες συμβουλές, πριν πεθάνει. Να φροντίσει για την ταφή του. Να σέβεται και να τιμά την μητέρα του και να προσέχει να μην την στενοχωρεί. «Να θυμάσαι, παιδί μου, πόσους κινδύνους πέρασε για σένα, ενώ εσύ ήσουν ακόμα στην κοιλιά της».
Και να φροντίσει και για την δική της ταφή. Τον συμβούλεψε, επίσης, να ζήσει όλη την ζωή του κοντά στον Θεό, να προσέχει μην αμαρτάνει, να είναι ενάρετος και να μην ακολουθεί τον δρόμο της αδικίας, να δίνει ελεημοσύνη στους φτωχούς και να μην τους αποστρέφεται. «Όσοι κάνουν ελεημοσύνη προσφέρουν στον Ύψιστο Θεό τα δώρα, που αλήθεια Τον ευχαριστούν».
Άλλη σημαντική συμβουλή, που του έδωσε ήταν να αποφύγει κάθε παράνομο δεσμό με γυναίκα και να συνάψει δεσμό μόνο με την ευλογία του Θεού και μόνο αφού συνάψει το ιερό μυστήριο του Γάμου με γυναίκα πιστή και όχι άπιστη, ώστε να έχει την ευλογία του Θεού.
Ακόμα, τον καθοδήγησε να είναι τίμιος ως εργοδότης, να είναι προσεκτικός σε ό,τι κάνει, να προσέχει το πάθος της μέθης, να μοιράζεται το ψωμί του και τα ρούχα του με όσους το έχουν ανάγκη και να συμπαραστέκεται στις οικογένειες, που έχασαν κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο. Επίσης, να ακούει με ταπείνωση τις συμβουλές των συνετών ανθρώπων και να μην περιφρονεί την γνώμη κανενός.
Τελευταία αλλά σημαντικότερη συμβουλή, που του έδωσε, είναι αυτή που αφορούσε την σχέση του με τον Θεό. Του είπε λοιπόν να δοξάζει πάντοτε τον Θεό και να ζητάει ταπεινά από Εκείνον να φωτίζει και να καθοδηγεί την ζωή του. Αφού ολοκλήρωσε τις συμβουλές του, παρακάλεσε τον Τωβία να φυλάξει αυτές τις εντολές παντοτινά χαραγμένες μέσα στην καρδιά του και να μην τις ξεχάσει ποτέ.
Και ολοκλήρωσε τις υποθήκες του με τα εξής θαυμάσια λόγια˙ μην φοβάσαι, παιδί μου, που μείναμε φτωχοί˙ θα έχεις πολλά πλούτη στην διάθεσή σου, αν σέβεσαι τον Θεό, αν μένεις καθαρός από αμαρτίες και αν αγωνίζεσαι να ζεις με τρόπο ευάρεστο στον Θεό».
Αφού ολοκλήρωσε τις πατρικές παρακαταθήκες ο Τωβίτ είπε στον Τωβία ότι έχει καταθέσει δέκα τάλαντα ασήμι στον Γαβαήλ στους Ράγους της Μηδίας, τα οποία του ανήκουν.
Ο Τωβίας υποσχέθηκε στον πατέρα του ότι θα τηρήσει με σεβασμό αυτές τις προσταγές και αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να πάρει τα χρήματα εκείνα, αφού δεν γνώριζε τον Γαβαήλ. Ο Τωβίτ του έδωσε αποδεικτικό γραμμάτιο και του ζήτησε να βρει έναν οδηγό, για να τον συνοδεύσει στο ταξίδι.
Πραγματικά, κατ’ οικονομία Θεού βρήκε τον Ραφαήλ, ο οποίος ήταν άγγελος του Θεού και δέχτηκε πρόθυμα να τον συνοδεύσει. Με την ευχή και την ευλογία των γονέων του ξεκίνησε ο Τωβίας με τον Ραφαήλ το ταξίδι τους, ενώ ο Τωβίτ παρηγορούσε την γυναίκα του να μην στενοχωριέται, καθώς – χωρίς να γνωρίζει ότι ο Ραφαήλ ήταν άγγελος – άγγελος του Θεού θα τον συνόδευε και θα τον προστάτευε. Μαζί τους στο ταξίδι, τους ακολούθησε συντροφικά και το σκυλί του Τωβία!
Καθώς ταξίδευαν, ένα βράδυ έφτασαν στον ποταμό Τίγρη και ο Τωβίας κατέβηκε να πλύνει τα πόδια του. Τότε ένα μεγάλο ψάρι πετάχτηκε έξω από το ποτάμι και ήθελε να καταβροχθίσει τον Τωβία. Ο άγγελος του είπε, όμως, να πιάσει το ψάρι, όπως και έκανε εκείνος και το έβγαλε στην στεριά.
Στην συνέχεια, του υπέδειξε να βγάλει την καρδιά, το συκώτι και την χολή του ψαριού και να τα κρατήσει, το δε ψάρι το έψησαν και το έφαγαν.
Πλησιάζοντας στους Ράγους, είπε ο άγγελος στον Τωβία ότι θα διανυκτερεύσουν στον Ραγουήλ, πατέρα της Σάρρας, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, και ότι σύμφωνα με τον νόμο είχε δικαίωμα να την παντρευτεί λόγω συγγένειας των οικογενειών τους.
Ήταν κοπέλα όμορφη και συνετή, με μεγάλη περιουσία, αλλά και πολύ βασανισμένη, καθώς επτά σύζυγοι, που την παντρεύτηκαν όλοι πέθαναν την πρώτη νύχτα του γάμου.
Στους δισταγμούς του Τωβία ο Ραφαήλ απάντησε ότι δεν πρόκειται να πάθει κανένα κακό αλλά, όταν μπει στο νυφικό δωμάτιο να πάρει αναμμένα κάρβουνα από το θυμιατήρι και να βάλει εκεί πάνω να καούν η καρδιά και το συκώτι εκείνου του ψαριού και το δαιμόνιο θα φύγει για πάντα από εκεί.
Επίσης, τον συμβούλεψε, πριν πλαγιάσουν να προσευχηθούν θερμά στον Θεό, ο Οποίος θα τους προστάτευε.
Γιατί˙ «αυτή ήταν πάντα προορισμένη για σένα˙ εσύ θα τη σώσεις και θα ‘ρθεί μαζί σου, και πιστεύω ότι μ’αυτήν θα αποκτήσεις παιδιά». Ο Τωβίας, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, αγάπησε ολόψυχα την κοπέλα και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά σε αυτήν!
Όταν έφτασαν στα Εκβάτανα και πλησίασαν στο σπίτι του Ραγουήλ η Σάρρα τους προϋπάντησε και τους υποδέχτηκε στο σπίτι.
Μόλις έμαθε ο Ραγουήλ ότι ο Τωβίας είναι γιος του πολυαγαπημένου του Τωβίτ, πετάχτηκε πάνω από την χαρά του συγκινημένος και τον ευλόγησε μέσα από την καρδιά του, ενώ στενοχωρέθηκε βαθειά μαθαίνοντας ότι ο Τωβίτ είχε τυφλωθεί.
Η χαρά τους, όπως ήταν παράδοση στα μέρη της ανατολής, εκφράστηκε με πλούσια φιλοξενία και επίσημο τραπέζι.
Στην συνέχεια ο άγγελος Ραφαήλ μίλησε στον Ραγουήλ εκ μέρους του Τωβία ζητώντας την Σάρρα για γυναίκα του.
Ο Ραγουήλ με μεγάλη ειλικρίνεια είπε στον Τωβία το ιστορικό της κόρης της με τους θανάτους των συζύγων της αλλά εκείνος απτόητος επέμενε ότι θέλει οπωσδήποτε να την παντρευτεί.
Τότε ο Ραγουήλ κάλεσε την Σάρρα και σύναψαν τον γάμο, σύμφωνα με τον νόμο του Μωϋσή.
Η Σάρρα ήταν και αυτή πολύ φοβισμένη και στενοχωρημένη αλλά η μητέρα της, η Έδνα, την ενθάρρυνε λέγοντας ότι ο Θεός δεν θα επιτρέψει να γίνει άλλο κακό.
Όταν ο Τωβίας και η Σάρρα μπήκαν στο νυφικό δωμάτιο, ο Τωβίας ακολούθησε πιστά τις οδηγίες του αγγέλου, έκαψε την καρδιά και το συκώτι του ψαριού στο θυμιατήρι και με τους καπνούς αυτούς το δαιμόνιο εκδιώχτηκε παντοτινά από εκεί, ούτε μπόρεσε ποτέ να ξαναπειράξει την Σάρρα.
Επίσης, πριν πλαγιάσουν, προσευχήθηκαν και οι δύο θερμά στον Θεό ευχαριστώντας και δοξάζοντας Τον καρδιακά, που ευλόγησε τον Γάμο τους και ο Τωβίας εξομολογήθηκε την αληθινή αγάπη του για την Σάρρα και την επιθυμία του να ζήσει μαζί της ολόκληρη την ζωή του, καθώς το κίνητρό του ήταν η αγάπη και όχι η ικανοποίηση ενός παροδικού πάθους.
Ο Ραγουήλ φοβούμενος ότι θα πεθάνει ο Τωβίας έσκαψε έναν τάφο, για να τον θάψουν μυστικά και να μην μάθει κανείς τίποτα. Αλλά όταν έμαθε ότι ο Τωβίας ζούσε ανέπεμψε θερμή δοξολογία και ευχαριστία στον Θεό και Τον παρακάλεσε να ευλογεί πάντα τα παιδιά του.
Ακολούθησαν δεκατέσσερις ημέρες γαμήλιας γιορτής και συμποσίου, ενώ ο Τωβίας παρακάλεσε τον Ραφαήλ να πάει εκ μέρους του στον Γαβαήλ στους Ράγους της Μηδείας και να εξαργυρώσει το γραμμάτιο, όπως και έγινε.
Οι γονείς του Τωβία, ωστόσο, ανησυχούσαν πολύ, γιατί ο γιος τους είχε καθυστερήσει περισσότερο από όσο υπολόγιζαν και περισσότερο η μητέρα του, όπως όλες οι μάνες του κόσμου αγωνιούν για τα παιδιά τους, ήταν σίγουρη ότι κάποιο μεγάλο κακό και συμφορά βρήκε το παιδί τους.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι δεκατέσσερις μέρες της γιορτής, ο Τωβίας με την Σάρρα πήραν την ευχή και την ευλογία των γονέων της, για να επιστρέψουν.
Ο Ραγουήλ συμβούλεψε την κόρη του˙ «να σέβεσαι τα πεθερικά σου˙ αυτοί τώρα γονείς σου. Μακάρι να ακούω πάντα καλά λόγια για εσένα».
Ενώ η Έδνα, μητέρα της Σάρρας είπε στον Τωβία˙ «αγαπητό μου παιδί, ο Κύριος του ουρανού να σε οδηγήσει πίσω στο σπίτι σου με ασφάλεια και να με αξιώσει και εμένα να δω και να χαρώ εγγόνια από εσάς. Σου παραδίνω την κόρη μου και σου την εμπιστεύομαι˙ μην την στενοχωρήσεις ποτέ».
Στον δρόμο της επιστροφής ο Ραφαήλ και ο Τωβίας προπορεύτηκαν, ενώ τους ακολουθούσε πιστά και το σκυλί του Τωβία, για να προετοιμάσουν το σπίτι.
Η μητέρα του η Άννα αγνάντευε τον δρόμο και περίμενε με αγωνία και μόλις τους είδε έτρεξε να το αναγγείλει στον Τωβίτ. Όταν έφτασε το παιδί της, τον αγκάλιασε σφιχτά και έκλαιγε με δάκρυα χαράς.
Ο Τωβίτ σκοντάφτοντας λόγω της τύφλωσης, βγήκε και αυτός με κόπο να προϋπαντήσει τον γιο του. Τότε ο Τωβίας, όπως του είχε υποδείξει ο άγγελος, άλειψε με την χολή του ψαριού, που είχε φυλάξει, τα μάτια του πατέρα του και όταν εκείνος τα έτριψε ξεφλουδίστηκαν και έφυγαν τα λευκά στίγματα και είδε τον γιο του. Πλημμυρισμένος στα δάκρυα δόξασε και ευχαρίστησε τον Θεό για το μεγάλο θαύμα και την θεραπεία του.
Οι χαρές και οι συγκινήσεις, όμως, διαδέχονταν η μία την άλλη, καθώς ο Τωβίας τους διηγούταν όλα τα θαυμαστά γεγονότα, που συνέβησαν στο ταξίδι του.
Ο Τωβίτ έσπευσε να βγει στην πύλη της Νινευή, για να προϋπαντήσει την νύφη του, την καλωσόρισε και την υποδέχτηκε με μεγάλη αγάπη και συνέχισαν την γαμήλια γιορτή για άλλες εφτά ημέρες.
Στην συνέχεια ο άγγελος του Θεού, όταν πρόθυμα ζήτησαν ο Τωβίτ και ο Τωβίας να του καταβάλλουν την αμοιβή του, τους κάλεσε και τους είπε να δοξάζουν, να ευχαριστούν και να τιμούν τον Θεό και να φανερώνουν τα θαυμαστά έργα Του σε εκείνους.
Τους συμβούλεψε να κάνουν πάντα το καλό και να συνδυάζουν την προσευχή με νηστεία, ελεημοσύνες και τήρηση του θείου νόμου. Να είναι τίμιοι και να μην αμελούν ποτέ την ελεημοσύνη.
Μετά τις άγιες αυτές συμβουλές τους αποκάλυψε ότι είναι άγγελος του Θεού, που μετέφερε σε Εκείνον τις θερμές και καρδιακές προσευχές του Τωβίτ και της Σάρρας, αλλά και ότι ήταν πάντα άγρυπνος φύλακας του Τωβίτ, όταν έθαβε τους νεκρούς και όταν ακόμα άφηνε το φαΐ του στην μέση, για να φροντίσει την ταφή εκείνου του νεκρού, την ημέρα της Πεντηκοστής πάλι ήταν μαζί του.
Για αυτό τον έστειλε ο Θεός να θεραπεύσει και τους δύο, τον Τωβίτ και την Σάρρα. «Εγώ είμαι ο Ραφαήλ, ένας από τους εφτά αγίους αγγέλους που παρίστανται ενώπιον της Θείας Δόξης και μεταφέρουν στον Θεό τις προσευχές των αγίων».
Ο Τωβίτ και ο Τωβίας ταράχτηκαν και έπεσαν φοβισμένοι με το πρόσωπο στη γη, ενώ ο άγγελος τους αποχαιρέτησε και τους έδωσε εντολή να γράψουν σε βιβλίο την ιστορία αυτή.
Όταν σηκώθηκαν από το έδαφος, ο άγγελος είχε εξαφανιστεί και εκείνοι ποτέ δεν έπαψαν να διηγούνται τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του Θεού.
Ο Τωβίτ έγραψε τότε μία θαυμάσια ευχαριστήρια προσευχή.
Όταν έχασε το φως του ήταν πενηνταοκτώ ετών και εξηνταέξι, όταν θεραπεύτηκε, ενώ συνέχισε την θεάρεστη ζωή του με ελεημοσύνες, με φόβο Θεού και ευχαριστώντας Τον αδιάλειπτα.
Πριν πεθάνει, έδωσε τις τελευταίες συμβουλές στον Τωβία και τον παρακίνησε να μεταναστεύσει από την Νινευή στη Μηδία, καθώς ο Προφήτης Ιωνάς είχε προφητεύσει την καταστροφή της.
Του τόνισε την σημασία της τήρησης του νόμου και των εντολών, της ευσπλαχνίας και της δικαιοσύνης.
Μιλώντας με παραδείγματα για την δύναμη της ελεημοσύνης παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο σε ηλικία εκατόν πενήντα οκτώ ετών!
Ο Τωβίας φρόντισε με σεβασμό για την ταφή των γονέων του και ακολουθώντας την πατρική νουθεσία έφυγε από την Νινευή και πήγε μαζί με την γυναίκα του και τους γιους του στα Εκβάτανα, στον πεθερό του Ραγουήλ.
Έζησε ευλογημένος, φρόντισε με σεβασμό την ταφή και των πεθερικών του, ενώ ο ίδιος πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι εφτά ετών.
Πριν πεθάνει, έμαθε για την καταστροφή της Νινευή από τους Ασσύριους και τον Ναβουχοδονόσορα.
Αυτό είναι το θαυμάσιο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, που διηγείται την ιστορία του Τωβίτ και έχει το όνομά του.
Φανερώνει και αυτό, τον ανεκτίμητο πνευματικό πλούτο, που μας πρόσφερε ο Θεός με τα θεόπνευστα αγιογραφικά λόγια.
Και είναι βέβαιο ότι, αν εμείς με αγαθή διάθεση τα μελετούμε, πολύ μεγάλη θα είναι η ωφέλειά μας. Από το βιβλίο αυτό, λοιπόν, συνάγουμε και τα παρακάτω διδάγματα.
Πρώτο, ότι είναι πολύ σημαντικό πράγμα ένας άνθρωπος να παραμένει πιστός στον Θεό και να τηρεί με ευλάβεια τις θρησκευτικές παραδόσεις, ακόμα και αν όλοι οι άλλοι έχουν απομακρυνθεί και αποστατήσει από τον αληθινό Θεό.
Δεύτερο, η δύναμη και η αξία της ελεημοσύνης. Ιδιαίτερα, όταν αυτή εκφράζεται με τρόπους δύσκολους και τολμηρούς, όπως η φροντίδα των άταφων νεκρών από τον Τωβίτ.
Τρίτον, ότι η οδός της σωτηρίας του ανθρώπου από τον Θεό είναι δυσερμήνευτη και ακατανόητη ακόμα, καθώς βλέπουμε τον δίκαιο δούλο Του, Τωβίτ, να δοκιμάζεται έντονα και σκληρά αμέσως μετά από μία σπουδαία αγαθοεργία.
Τέταρτο, ότι η προσευχή πιστών ανθρώπων, των οποίων η ψυχή είναι «περίλυπος ἕως θανάτου» εισακούεται από τον Θεό, ο Οποίος απαντά με ιδιαίτερα θαυμαστούς τρόπους.
Πέμπτο, ότι ο σεβασμός και η υπακοή των παιδιών προς τους γονείς ευλογείται ιδιαίτερα από τον Θεό.
Έκτο, η ιερότητα του μυστηρίου του γάμου. Ιερότητα, η οποία θεμελειώνεται στην ευλογία του Θεού αλλά και στην αληθινή και ολόκαρδη αγάπη μεταξύ των συζύγων.
Όταν, μάλιστα, οι νέοι ασκούνται στο θέμα της εγκράτειας πριν τον Γάμο και δεν οδηγούνται σε αυτόν για την ικανοποίηση παροδικού πάθους, ο Θεός αποκαλύπτει σε αυτούς και τον/την κατάλληλο σύζυγο.
Έβδομο, η υπομονή στην προσευχή. Η θεία σοφία και αγάπη απαντά σε χρόνο διαφορετικό πολλές φορές από τα δικά μας αιτήματα στην προσευχή μας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό γίνεται για την πνευματική μας ωφέλεια και προκοπή και όχι επειδή ο Θεός δεν ακούει ή αργεί να απαντήσει, σύμφωνα με τα δικά μας δεδομένα.
Όγδοο, η ζωντανή παρουσία και η βοήθεια των αγίων αγγέλων στη ζωή μας με τρόπους πολλές φορές αφανείς και άγνωρους σε εμάς.
Ένατο, η σημασία της ευχαριστίας και της δοξολογίας προς τον Θεό.
Δέκατο και τελευταίο, η απάντηση στο ερώτημα˙ γιατί συμβαίνει πολλές φορές οι δίκαιοι και αγαθοί άνθρωποι να δοκιμάζονται σκληρά, ενώ οι αμαρτωλοί να ευημερούν;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ανάγεται στην αληθινή πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό και την αγόγγυστη υπακοή στο θείο θέλημα.
Η αγάπη του Θεού ποτέ δεν αίρεται ή αμφισβητείται όπως επίσης ούτε η σοφία και η δικαιοσύνη Του. Επέτρεψε οκτώ χρόνια δοκιμασίας για τον Τωβίτ αλλά του επεφύλαξε άλλα ενενήντα δύο πλούσιας ευλογίας.
Έχασε επτά συζύγους η Σάρρα, πριν τους γνωρίσει, την πρώτη νύχτα του Γάμου, αλλά ο Θεός της φανέρωσε και της έστειλε σύζυγο ευλογημένο τον Τωβία, ο οποίος την αγάπησε με όλη την καρδιά του, πριν ακόμα την γνωρίσει.
Ο Θεός Πατέρας αγαπά πάντοτε τα παιδιά Του, είναι κοντά τους στην περίοδο της θλίψης και της δοκιμασίας αλλά δεν θα τα εξουδενώσει.
Όταν Εκείνος κρίνει, θα παρέμβει σωτήρια με τρόπους θαυμαστούς αποκαλύπτοντας την αγάπη Του.
Του π. Γεωργίου Οικονόμου, Δρ. Θεολογίας
Πηγή