«Προκαθάρωμεν ἑαυτούς, ἀδελφοί, τῇ βασιλίδι τῶν ἀρετῶν, ἰδοὺ γὰρ παραγέγονε, πλοῦτον ἡμῖν ἀγαθῶν κομίζουσα, τῶν παθῶν κατευνάζει τὰ οἰδήματα, καὶ τῷ Δεσπότῃ καταλλάττει τοὺς πταίσαντας, διὸ μετ’ εὐφροσύνης ταύτην ὑποδεξώμεθα, βοῶντες Χριστῷ τῷ Θεῷ· ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀκατακρίτους ἡμᾶς διαφύλαξον, δοξολογοῦντάς σε τὸν μόνον ἀναμάρτητον».
Το σημερινό δοξαστικό των αίνων του όρθρου της τελευταίας Κυριακής της αποκριάς ανακεφαλαιώνει με θαυμαστά περιεκτικό τρόπο όλο το νόημα της νηστείας που ξεκινά από τη Δευτέρα και κορυφώνεται την Καθαρά Δευτέρα.
Η νηστεία παρουσιάζεται ως βασιλίδα των αρετών. Ίσως να φαίνεται υπερβολικό να καταλαμβάνει τόσο υψηλή θέση στην κλίμακα των αρετών μια απλή αποχή από τροφή. Κι όμως ο αμέσως προηγούμενος ύμνος είναι αποκαλυπτικός: …Βλέπε, ψυχή μου, νηστεύεις; τὸν πλησίον σου μὴ ἀθέτει΄ βρωμάτων ἀπέχη; τὸν ἀδελφόν σου μὴ κατακρίνῃς,…
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο πως η νηστεία δεν καταξιώνεται λόγω της αποχής από την τροφή, αλλά λόγω της χρησιμότητάς της ως εργαλείου καταλλαγής και συμφιλίωσης με τον αδελφό μας.
Όπως ο οργανισμός απαλάσσεται από τις τοξίνες των λιπαρών τροφών, έτσι και η ψυχή καλείται να καθαρθεί από τις τοξίνες των παθών, και μάλιστα εκείνων που έχουν να κάνουν με την αποξένωση από τον συνάνθρωπο.
Η κατάκριση και η διαρκής εξουθένωση του διπλανού μας αποτελούν πληγές (οιδήματα) για την ψυχή. Ό πόνος λοιπόν που προκαλεί ο άσπλαχνός πληγώνει ανάλογα και τον ίδιο. Η ψυχή του υποφέρει, στενάζει, γεγονός όμως που σπάνια οδηγεί σε αλλαγή πλεύσης.
Αντίθετα, ο πόνος αυτός συχνότερα οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη επιθετικότητα, με την ελπίδα, ο εσωτερικός αυτός πόνος να κοπάσει.
Αυτόν τον φαύλο κύκλο καλείται να σπάσει η νηστεία. Η αποκοπή από την άνευ ορίων λαιμαργία, ουσιαστικά από την εξάρτηση των γεύσεων, γίνεται η αιτία μιας πρώτης βιολογικής συγκρότησης, μιας αποτοξίνωσης, όπως την περιγράφει η επιστήμη, με απώτερο στόχο, η απαλλαγή από μια κατ΄ ουσίαν βιολογική εγωκεντρικότητα να αποτελέσει μέσον απαλλαγής από μια αντίστοιχη εσωτερική υπαρξιακή εγωκεντρικότητα, που καθιστά τον εαυτό μας μέτρο και κριτή των πάντων.
Πέραν όμως αυτού, το σημερινό δοξαστικό συνδέει ευθέως τη νηστεία με την επιείκεια του Δεσπότη Χριστού προς εμάς. Αφήνει δηλαδή να εννοηθεί πως η εκκοπή του λαίμαργου θελήματος προετοιμάζει την ψυχή να δεχτεί την άφεση των πταισμάτων.
Περιμένει λοιπόν ο Θεός την νηστεία μας για να παράσχει την συγχώρεση; Μάλλον σε εμάς βρίσκεται το κλειδί της. Η νηστεύων, εκκοπτώντας το εμπαθές θέλημα, καθίσταται δεκτικός της θείας αφέσεως.
Ο μέσω της νηστείας άνθρωπος, οδεύοντας προς την συντριβή της εγωπάθειάς του, προσφέρει στον Θεό ανοιχτή την καρδιά του στο έλεός Του.
Αλήθεια, πώς να βρεί η κατάκριση και η καταλαλιά χώρο σε μια ψυχή, η οποία βιώνει με τρόπο συγκλονιστικό την δική της αποτυχία;
Πού να βρει η ματιά περιθώριο να περιπλανάται στα σφάλματα των άλλων, όταν έχει προσηλωθεί, μέσω της αυτομεμψίας, στον θρήνο της προσωπικής αποστασίας; Πώς ο συντετριμμένος άνθρωπος να τολμήσει να θέσει τον εαυτό του κριτή αλλοτρίων ικετών, όταν αναμετρά την αμαρτωλότητά του με τον αγαθότητα και την φιλευσπλαχχνία του Δεσπότη;
Ιδού λοιπόν τα δώρα της νηστείας. Δώρα ασυγκρίτως μεγαλύτερα από την δυσκολία που μας επιφυλάσσει στα πρώτα μόνον στάδιά της, όπως βεβαιώνουν οι έμπειροί περί τα πνευματικά ασκητές της νηπτικής μας παράδοσης.
Ίσως η καλομαθημένη και ασύστολη κοιλία διαμαρτυρηθεί για τα χαμένα της προνόμια, η στερημένη όμως από έλεος και καλούς λογισμούς καρδία μας σύντομα θα γευτεί το βάλσαμο της συμφιλίωσης με Εκείνον που επέλεξε την κένωση, προκειμένου να μας οδηγήσει εμάς, τους ταλαιπωρημένους, αλλά και αχάριστους ανθρώπους, στην πληρότητα της σχέσης μαζί Του και με όλο τον κόσμο.
Καλοδεχούμενη λοιπόν η περίοδος της νηστείας που πλησιάζει. Δρόμος συνάντησης με Θεό και ανθρώπους ανοίγεται ενώπιόν μας.
Πύλη εισόδου στην ταλαιπωρημένη μας από την εγωπάθεια ψυχή μας. Οδοδείκτης προς το κενό μνημείο, του οποίου η χαρά καθιστά απάτη και σκύβαλο κάθε υλική απόλαυση που έχει να μας προσφέρει ο κόσμος. Ένας κόσμος πνιγμένος στη ματαιότητα και διψασμένος από ύδωρ ζωής, που μάταια αναζητά στα συντετριμμένα φρέατα.
Του Ηλία Λιαμή
Δρ. Θεολογίας, καθηγητή Μουσικής
Πηγή