«Σταυρέ του Χριστού σώσον ημάς τη δυνάμει σου».
Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, σήμερα, και η Εκκλησία μας προβάλλει για προσκύνηση τον τίμιο και ζωοποιώ Σταυρό του Κυρίου μας. «Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα», ψάλλει η αγία μας Εκκλησία, γιατί πάνω σ’ αυτόν υψώθηκε ο πανάμωμος Υιός του Θεού, ο Οποίος καθαγίασε το Ξύλο εκείνο, με το πανά-χραντο Αίμα του, και το μετέβαλε:
-Από ξύλο ατιμίας, σε Ξύλο τίμιο.
-Από θανατική αγχόνη, σε θρόνο νίκης και θριάμβου.
-Από ξύλο κατάρας, σε Σταυρό χάριτος και ευλογίας. «Κύριε, όπλον κατά του διαβόλου τον Σταυρόν ημίν δέδωκας, φρίττει γαρ και τρέμει μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν».
Τόσο φοβερός, τόσο αήττητος, τόσο ισχυρός, ισχυρότατος είναι ο Σταυρός του Χριστού μας, για τον διάβολο.
Ολόκληρη η επίγεια ζωή του Κυρίου μας, Αγαπητοί μου, υπήρξε ένα πεδίο μάχης, ίσως της πιο φοβερής, ανάμεσα στον Ιησού και τον Εωσφόρο. Ιδιαίτερα όμως η τελευταία φάση αυτής της μάχης – το θείο δράμα – υπήρξε αναμφίβολα και η πιο αποφασιστική, η πιο συνταρακτική.
Ωφέλιμο θα ήταν για όλους μας να σταθούμε για λίγο στην τελευταία αυτή φάση της συγκρούσεως, τώρα που περνάμε την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής και η Αγία μας Εκκλησία μας προσκαλεί σε εντατικότερους πνευματικούς αγώνες, ενώ παράλληλα, σήμερα, μας προβάλλει τον τίμιο Σταυρό για προσκύνηση και πνευματική ενίσχυση.
Για οδηγό στην κατανόηση της μυστικής αυτής συμπλοκής, μεταξύ Χριστού και αντιχρίστου, θα πάρουμε έναν εμπειροπόλεμο στρατιώτη του Πνεύματος, τον Μέγα Αθανάσιο. Είναι ενδιαφέρουσες οι απόψεις, που εκθέτει, στο θέμα αυτό.
Ας τις προσέξουμε.
Όταν ο Διάβολος άκουσε τον Κύριο να λέει στον κήπο της Γεθσημανή «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής», (Ματθ. 26, 41) νόμισε πως το πνεύμα συμπάσχει με το σώμα, και όχι, ότι με την δύναμη του πνεύματος δυναμώνει το σώμα περισσότερο. Έτσι πάλι επιχειρεί παράνομα. Ερεθίζει και ξεσηκώνει τους δημίους εναντίον του Χριστού. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως μάλλον δεχόταν ο ίδιος χτυπήματα από τον Κύριο, παρά έδινε σ’ Αυτόν. Αυτούς, που ξεσήκωνε εναντίον του Χριστού, αυ-τοί στην ουσία οπλίζονταν εναντίον του.
Διότι, όπως, όταν θέλει κάποιος κρατώντας στο χέρι μία πέτρα να κόψει κάτι, η μεν πέτρα δεν καταστρέφεται, το χέρι του όμως που την κρατάει τραυματίζεται, έτσι και αυτοί που στράφηκαν εναντίον του Κυρίου, επειδή τα έβαλαν εναντίον του ανίκητου και άφθαρτου Χριστού, οι ίδιοι φθείρονταν. Και επειδή επιχειρούν εναντίον αθανάτου, αυτοί οι ίδιοι πρώτοι απέθνησκαν.
Ο Δαίμονας ορύεται από το κακό του. Χρησιμοποιεί στην μάχη τα δραστήρια όπλα του. Ένας είναι ο βασικός του σκοπός: Ή να κάνει τον Χριστό να δειλιάσει ή να τον οδηγήσει στην αμαρτία. Αλλά ο Κύριος δεν παρασύρεται. Γνωρίζει να υπομένει. Θέλει να διδάξει σε ό-λους μας, ότι οφείλουμε να αντικρούουμε την δειλία με την ανδρεία, την ύβρη με την ανεξικακία και τον θυμό με την πραότητα. Το είχε προηγουμένως διδάξει ο ίδιος, λέγοντας: «τω τύπτοντι εις την σιαγόνα στρέφειν και την άλλην.
Και έπειτα για να μην φανεί σε μερικούς πως η εφαρμογή των λόγων του είναι αδύνατη, ο ίδιος με το παράδειγμά του τα επιβεβαιώνει και πείθει με τον τρόπο αυτό όλους εκείνους που υβρίζονται, να μην απαντούν στις ύβρεις, και σ’ εκείνους που χλευάζονται να μην οργίζονται και μάλιστα να μην φοβούνται καθόλου τον θάνατο, αλλά να τον περιφρονούν με την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών. Έτσι θλίβουμε ιδιαίτερα τον αντίπαλό μας, διάβολο και συντρίβομε το κεφάλι του.
Μετά, λοιπόν, τα ανδραγαθήματα αυτά του Κυρίου, και την ήττα του εχθρού, του έδωσαν να σηκώσει τον Σταυρό. Νέο πάλι γνώρισμα νίκης εναντίον τους. Μέχρις ότου ο εχθρός διάβολος αντιστεκόταν οι δήμιοι είχαν το ξύλο του Σταυρού ως όπλο απειλής εναντίον του Χριστού. Όταν όμως ο διάβολος νικήθηκε και εξουδετερώθηκε η δύναμή του, το ξύλο του Σταυρού έγινε στα χέρια του Χριστού τρόπαιο νίκης και θριάμβου. Και καθώς βάδιζε προς τον θάνατο έπαιρνε μαζί με το τρόπαιο της νίκης και τα ρούχα του, για να τα αποβάλει και αυτά μαζί με τον θάνατο.
Καθώς δε βάδιζε προς τον Γολγοθά, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, σήκωσε στους ώμους του τον Σταυρό. Σύμφωνα όμως με τους άλλους Ευαγγελιστές: «Σίμων ο άνθρωπος ο από Κυρήνης», έφερε στους ώμους του τον Σταυρό. Οι δύο φαινομενικά αντίθετες πληροφορίες δεν συγκρούονται, διότι συνέβησαν και τα δύο. Και ο ίδιος ο Κύριος σήκωσε τον Σταυρό, αλλά τον βοήθησε και ο Σίμων ο Κυρηναίος. Στην αρχή ο ίδιος ο Κύριος σήκωσε τον Σταυρό σαν τρόπαιο κατά του διαβόλου, και, χωρίς κανείς να τον εξαναγκάσει, βάδισε προς τον θάνατο. Κατόπιν όμως βάστασε τον Σταυρό και ο Σίμων ο Κυρηναίος για να γίνει γνωστό σε όλους, ότι ο Κύριός μας δεν πεθαίνει για τον εαυτό του, αλλά για τους ανθρώπους.
Έτσι οδηγείται ο Χριστός στον Γολγοθά, στον τόπο όπου επρόκειτο να στηθεί το ξύλο του Σταυρού, για να καρφώσει επάνω στον Σταυρό «το χειρόγραφο» των αμαρτιών μας, που άρπαξε από τους εχθρούς δαίμονες, ενώ στην συνέχεια ραντίζει και καθαρίζει την γη με το ίδιο του το Αίμα.
Πριν όμως γίνουν όλα αυτά βγάζει τα ρούχα του. Έπρεπε και πάλι να βάλει τον άνθρωπο στον παράδεισο, αφαιρώντας από πάνω του τους χιτώνες, που φόρεσε ο Αδάμ, όταν βγήκε από τον Παράδεισο. Διότι όταν αμάρτησε ο Αδάμ, φόρεσε δερμάτινους χιτώνες από ζώα νεκρά, σύμβολο της νεκρώ¬σεως, που η αμαρτία προκά-λεσε στον άνθρωπο. Αλλά όλα αυτά τα φόρεσε ο Κύριος για την δική μας σωτηρία. Και τα φόρεσε, για να τα βγάλει στην συνέχεια και να μας ντύσει με την ζωή και την αθανασία. Μόλις όμως έβγαλε τα ρούχα του και πλησίαζε η ώρα του θανάτου, τότε ό διάβολος δεν ήξερε τι να κάνει. Βρέθηκε σε αμηχανία. Και να μείνει δεν μπορούσε και να φύγει πάλι φοβόταν. Σε κάποια στιγμή ο διάβολος θυμάται, ότι όσοι πεθαίνουν θάβονται στην γη, σύμφωνα με την φράση: «Γη ει και εις γην απελεύση» και φοβήθηκε να παραμείνει πάνω στην γη, μήπως εκεί συλληφθεί από τον θαπτόμενο Ιησού, γι’ αυτό και πετούσε στον αέρα. Αφού άλλωστε το σώμα του Κυρίου θα ενταφιάζονταν, ο αέρας θα ήταν ελεύθερος.
Έτσι νόμισε!
Αλλά ο Κύριος, φιλάνθρωπος και σ’ αυτό, δεν θέλησε να πεθάνει στην γη, αλλά στον αέρα, ανεβαίνοντας επάνω στον Σταυρό, για να διώξει και από ’κει τον αρχέκακο όφι, τον άρχοντα της εξουσίας του αέρα, χωρίς με τον τρόπο αυτό να αφήσει την γη απροστάτευτη. Κρεμασμένος, λοιπόν, επάνω στον Σταυρό ο Χριστός, τον μεν αέρα καθάριζε με την έκταση των χεριών του, την δε γη λύτρωνε και έπλενε με το Αίμα και το Ύδωρ της πλευράς του. Τί άλλο επρόκειτο να πράξει ο διάβολος μετά από τα παθήματά του αυτά; Από τον ουρανό γκρεμίστηκε, από την γη διώχτηκε, από τον αέρα κατατροπώθηκε και στο τέλος ντροπιάστηκε, διότι υποσχόταν πολλά και τελικά δεν κατόρθωσε να πετύχει τίποτα.
Αλλά η περιγραφή της φοβερής εκείνης μάχης δεν τελείωσε, υπάρχει και η συνέχεια.
Μόλις ό διάβολος αντελήφθηκε ότι ο Ιησούς Χριστός επάνω στον Σταυρό δεν φοβάται τον θάνατο, παρακινεί ο πανούργος τους Φαρισαίους εναντίον του. «Άλλους έσωσεν, έλεγαν, εαυτόν ου δύναται σώσαι. Ει βασιλεύς Ισραήλ εστί, καταβάτω νυν από του σταυρού· και πιστεύσωμεν αυτώ». Δεν ήθελε φυσικά ο δάσκαλος της απιστίας, ο αρχαίος δράκος να κάνει τους Φαρισαίους να πιστέψουν, αλλά ήθελε να κάνει τον Χριστό να αποφύγει τον θάνατο. Γνώριζε πολύ καλά, ο περίεργος δαίμονας, ότι ο θάνατος του Κυρίου εάν πραγματοποιούνταν, θα απέβαινε προς σωτηρία των ανθρώπων. Γι’ αυτό με κάθε τρόπο θέλει να τον κατεβάσει από τον Σταυρό.
Αλλά ο Κύριος, ο αληθινός Σωτήρας, που δεν ζητάει το δικό του συμφέρον αλλά του ανθρώπου, δεν ήθελε να αποδειχθεί Σωτήρας με το να κατέβει από τον Σταυρό, αλλά με το να υπομείνει τον θάνατο και να λυτρώσει έτσι το ανθρώπινο γένος. Παραμένει λοιπόν κρεμασμένος στο ξύλο του Σταυρού και τα μνήματα ανοίγονται και οι νεκροί σηκώνονται, ο δε ληστής πιστεύει για να αποδειχθεί ότι πράγματι αυτός είναι ο Σωτήρας, και με τον θάνατό του οδηγεί τους ανθρώπους στην πίστη. Ο διάβολος τα βλέπει όλα αυτά και τα χάνει. Αφρίζει από το κακό του. Βλέπει τον ληστή, αυτόν που είχε πείσει να ληστεύει, αυτόν που θεωρούσε απόλυτα δικό του, να του φεύγει από τα χέρια του, και ωρύεται. Πάνω στην κακεντρέχειά του αποπειράται να δώσει στον Σωτήρα ξύδι με χολή. Αλλά ο δυστυχής δεν ήξερε ότι και αυτό χωρίς να το θέλει θα κατέληγε σε ζημία του. Διότι το πικρό της χολής – που συμβολίζει την πικρία της παραβάσεως του Μωσαϊκού νόμου – όταν το δοκίμασε ο Κύριος το μετέβαλε σε γλυκό. Από ξύδι του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης, σε κρασί εύγευστο της Καινής Διαθήκης.
Όταν και από αυτό εξέπεσε ο πανούργος, ντροπιασμένος για την ήττα του, άρχισε τότε να πιστεύει ότι δεν αντιμάχεται άνθρωπο αλλά Θεό. Και φοβι¬σμένος, γιατί κατάλαβε ότι αυτός που βρίσκεται επάνω στον Σταυρό είναι εκείνος για τον οποίο γράφτηκε: «Υψωθήσεται Κύριος του ελεήσαι ημάς», ζητούσε μάλλον να εγκαταλείψει την μάχη και να τραπεί σε φυγή. Αλλά ο Κύριος, ο αληθινός Σωτήρας, δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει χωρίς τιμωρία, ούτε να εγκαταλείψει το κοσμοσωτήριο έργο του ατελές, αλλά ούτε και τους νεκρούς του άδη να αφήσει στην επιρροή του εχθρού. Γι’ αυτό θέτει σε εφαρμογή ένα θαυμάσιο τέχνασμα. Καθώς βλέπει τον θρασύ διάβολο να τρέμει ντροπιασμένος, παρουσιάζεται εξασθενημένος επάνω στον Σταυρό για να κάνει τον διάβολο να ξεγελαστεί, να τον πειράξει, και πειράζοντάς τον να τον αιχμαλωτίσει ολοκληρωτικά. Βγάζει λοιπόν φωνές πόνου και αγωνίας, λέγοντας: «Ελωί, ελωί, λημά σαβαχθανί, τουτέστι Θεέ μου Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλιπες;».
Μόλις άκουσε τις φωνές αυτές ο διάβολος, νόμισε ότι ο Κύριος δεν είναι Θεός, αλλά ανθρωπος, γι’ αυτό και πλησιάζει προς τον Κύριο. Πείθει αμέσως τους Ιουδαίους να τον λογχίσουν. Και έγινε αυτό, που δεν περίμενε. Τον έπληξαν στην πλευρά και βγήκε από αυτήν αίμα και νερό. Έτσι, όπως τότε από την πλευρά του Αδάμ προήλθε η γυναίκα, που απατήθηκε από τον διάβολο, έτσι και τώρα, από την πλευρά του δευτέρου Αδάμ προέρχεται η λύτρωση και η κάθαρση του ανθρωπίνου γένους. Η λύτρωση με το αίμα και η κάθαρση με το νερό. Ο διάβολος χωρίς να το καταλάβει έπεσε στην παγίδα. Αυτόν που φοβήθηκε μήπως πεθάνει, αυτόν τώρα τον βλέπει πεθαμένο. Μόλις δε εξέπνευσε ο Κύριος η κτίση σκοτίστηκε, το καταπέτασμα του ναού σκίστηκε, η γη σείστηκε, οι πέτρες σχίστηκαν και οι στρατιώτες κατατρόμαξαν, για να αποδειχθεί με όλα αυτά, ότι ο σταυρωμένος Ιησούς δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά Θεός αληθινός, μέσα σε άνθρωπο. Τυφλό πράγμα η κακία. Νόμισε ο παμπόνηρος πως σκοτώνοντας έναν θα ησύχαζε, αλλά ο θάνατος του ενός είχε ως αποτέλεσμα να τους χάσει όλους. Και έτσι αποδείχτηκε σε όλους, ότι ο Σωτήρας δεν πέθανε από ανθρώπινη αδυναμία, αλλά για να συντρίψει τον θάνατο με τον δικό του θάνατο, να τον καταργήσει ολότελα και να απαλλάξει τους ανθρώπους, «όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας».
Όπως όμως η σφήκα, όταν κεντρίσει μια πέτρα, η μεν πέτρα δεν βλάπτεται, αυτή δε χάνει το κεντρί της, έτσι και ο θάνατος έκανε πολύ μεγάλο λάθος, που θέλησε να τα βάλει με την πηγή της ζωής, δηλαδή με τον Ιησού Χριστό. Διότι όχι μόνον δεν μπόρεσε να τον κρατήσει στην εξουσία του, αφού αναστήθηκε μετά από τρεις ημέρες, αλλά κατέστρεψε και το κεντρί του. Ώστε και αυτοί, τους οποίους φόβιζε προηγουμένως με το κεντρί του, τώρα του λένε περιφρονητικά: «Που σου θάνατε το κέντρον, που σου Άδη το νίκος;».
Αφού πια διώχθηκε από τον Άδη, κάθησε κοντά στην πόρτα του, και έβλεπε τους νεκρούς, με την δύναμη του Σωτήρα να ξαναζούν, τους αλυσσοδεμένους να σπάνε τις αλυσσίδες τους, τους αιχμαλώτους να ελευθερώνονται και να χαίρονται. Έβλεπε ακόμη Αγγέλους, στρατιά ολόκληρη αγίων Αγγέλων, να υμνούν τον Θεό. Έβλεπε τις ψυχές των λυτρωμένων να τρέχουν προς τους Αγγέλους και όλοι μαζί, ευφρόσυνα, να ψάλλουν τον θρίαμβο κατά του θανάτου.
Μόλις αναστήθηκε ο Χριστός από τους νεκρούς, έσπευσαν να τον προϋπαντήσουν οι νεκροί, με χαρές και ωδές και τύμπανα. Μερικοί μάλιστα καλούσαν και τους άλλους να κοιτάξουν το μεγαλείο του Θεού. Άλλοι πάλι επειδή γνώριζαν την θρασύτητα του εχθρού, θαύμαζαν καθώς έβλεπαν τον διάβολο εντελώς απογυμνωμένο.
Αυτά, Αγαπητοί μου, καθώς έβλεπε και άκουγε ο άθλιος διάβολος, καθισμένος στην πόρτα του Άδη, έτρεμε από το κακό του. Και καθώς δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτή την πανωλεθρία συγκλονιζόταν ολόκληρος. Αυτούς, που μέχρι χθες τους είχε δικούς του, τώρα τους ακούει να υμνούν τον Θεό, και τρίζει τα δόντια του. Και καθώς δεν μπορεί να υποφέρει την περιφρόνηση που του κάνουν, σπαράζεται οικτρά.
Από τότε, όσοι ακολουθούν «το αρνίον το εσφαγμένον» γίνονται δυνατοί. Υπερνικούν τον φόβο του θανάτου. Συντρίβουν τις μηχανές του εχθρού. Έτσι, λοιπόν, η δύναμη του τιμίου Σταυρού, τον οποίο προβάλλει σήμερα η αγία μας Εκκλησία για προσκύνηση, κατέλυσε το κράτος του διαβόλου.