Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Η αγία Λυδία καταγόταν από τά Θυάτειρα καί διέμενε στούς Φιλίππους τής Μακεδονίας.
Πρόκειται γιά πρόσωπο μέ ιερή ανησυχία. Δέν τήν ανέπαυε η φιλόϋλη θρησκεία τών ειδώλων καί δέν ανεχόταν νά λατρεύη θεούς πού μάλωναν, αλλά καί οργίαζαν μεταξύ τους. Μέσα της έγινε ένας ευλογημένος σεισμός, ο οποίος γκρέμισε τά είδωλα καί συγχρόνως έγινε η αφορμή νά οδηγηθούν τά βήματά της στόν κήπο προσευχής τών Ιουδαίων. Εκεί γνώρισε τόν νόμο τού Ισραήλ καί άναψε μέσα της η δίψα γιά τήν αναζήτηση καί εύρεση τού Σωτήρα τού κόσμου, γιά τόν οποίο άκουσε αργότερα από τόν Απόστολο Παύλο.
Tήν περίοδο πού η αγία Λυδία βρισκόταν στούς Φιλίππους τής Μακεδονίας, ο Απόστολος Παύλος ήταν στήν Τρωάδα καί είδε σέ όραμα άνθρωπο ντυμένο μέ μακεδονική στολή, νά τόν παρακαλή καί νά τόν προσκαλή νά έλθη στήν Μακεδονία, λέγοντάς του: «διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πρ. ιστ’, 9). Ο Απόστολος Παύλος θεώρησε ότι αυτό ήταν θεϊκή πρόσκληση καί γι’ αυτό πήγε στήν Μακεδονία καί συγκεκριμένα στήν αρχαία πόλη τών Φιλίππων, όπου καί κήρυξε τό Ευαγγέλιο στόν τόπο προσευχής τών Ιουδαίων, δίπλα στίς όχθες τού Ζυγάκτου ποταμού. Εκεί ήταν συγκεντρωμένες πολλές θεοφοβούμενες γυναίκες, μερικές από τίς οποίες πίστεψαν στόν λόγο του. Αλλά εκείνη πού περισσότερο από όλες ενθουσιάστηκε από τό κήρυγμά του ήταν η αγία Λυδία, η οποία δήλωσε κατηγορηματικά στόν Απόστολο Παύλο ότι πιστεύει στόν Χριστό καί θέλει νά βαπτισθή, καί εκείνος τήν βάπτισε μαζί «μέ τόν οίκον αυτής». Καί έτσι έγινε η πρώτη Χριστιανή τής Μακεδονίας, αλλά καί τής Ευρώπης. Γιά νά δείξη δέ τήν ευγνωμοσύνη της, φιλοξένησε στό σπίτι της τόν Απόστολο Παύλο καί τήν συνοδεία του. Καί μάλιστα, γιά νά τό κατορθώση αυτό επέμενε πολύ, μέχρι πού τούς πίεσε. Γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στίς Πράξεις τών Αποστόλων ότι «παρεκάλεσε λέγουσα ει κεκρίκατέ με πιστήν τώ Κυρίω είναι, εισελθόντες εις τόν οίκον μου μείνατε καί παρεβιάσατο ημάς» (Πρ. ιστ’, 15).
Ο ιερός υμνογράφος, στό Απολυτίκιο τής αγίας Λυδίας, λέγει μεταξύ τών άλλων: «Τόν Θεόν σεβομένη διανοίας ευθύτητι, τό τής χάριτος φέγγος υπό Παύλου εισδέδεξαι, καί πρώτη εν Φιλίπποις τώ Χριστώ, επίστευσας θεόφρον πανοικεί…».
Ο βίος καί η πολιτεία της μάς δίνουν τήν αφορμή νά τονίσουμε τά ακόλουθα:
Πρώτον. «Τόν Θεόν σεβομένη διανοίας ευθύτητι».
Η ευθύτητα τής διάνοιας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν καθαρότητα τής καρδιάς, τήν αγάπη, τήν προσευχή καί τήν αληθινή λατρεία τού Τριαδικού Θεού, καί θά μπορούσαμε νά πούμε ότι είναι ο αγωγός διά τού οποίου εισέρχεται μέσα στόν άνθρωπο η Χάρη τού Θεού καί τόν αναγεννά. Γι’ αυτό καί ο Προφήτης Δαυΐδ, μετά τήν πτώση του στό διπλό αμάρτημα τού φόνου καί τής μοιχείας, αφού μετανόησε ειλικρινά, παρακάλεσε μέ δάκρυα τόν Θεό νά τού καθαρίση τήν καρδιά καί νά τού δώση «πνεύμα ευθές». «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, καί πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοίς εγκάτοις μου». Αλλά καί ο Προφήτης Ησαΐας, προτρέποντας τόν λαό νά μετανοήση καί νά επιστρέψη στήν οδό τού Θεού, έλεγε ότι ο άνθρωπος θά μπορέση νά δή τόν Σωτήρα τού κόσμου καί θά μεθέξη τής δόξης τού Θεού όταν εγκαταλείψη τούς τραχείς δρόμους τής αμαρτίας, τούς οποίους βαδίζει, καί επιστρέψη στάς λείας οδούς τού Θεού. Δηλαδή, όταν ετοιμάση κατάλληλα τόν εαυτό του μέ τήν απόκτηση ευθύτητας, ειλικρίνειας καί ταπείνωσης. «Τάδε λέγει Κύριος, ετοιμάσατε τήν οδόν Κυρίου. ευθείας ποιείτε τάς τρίβους τού Θεού ημών. πάσα φάραγξ πληρωθήσεται καί πάν όρος καί βουνός ταπεινωθήσεται, καί έσται πάντα τά σκολιά εις ευθείαν καί η τραχεία εις οδούς λείας καί οφθήσεται η δόξα Κυρίου, καί όψεται πάσα σάρξ τό σωτήριον τού Θεού» (Ησ. μ’, 4-5).
Στίς ημέρες μας, δυστυχώς, η ευθύτητα καί η ειλικρίνεια αποτελούν είδος πρός εξαφάνιση. Αντίθετα, πλεονάζουν η πονηρία, η ανειλικρίνεια, οι μηχανορραφίες καί οι δολοπλοκίες. Ο καθένας, όμως, από μάς έχει τήν δυνατότητα νά δουλέψη στόν εαυτό του καί μέ τήν Χάρη τού Θεού καί τόν προσωπικό του αγώνα μπορεί νά αποκτήση «καρδίαν καθαράν καί πνεύμα ευθές». Θά πρέπει δέ νά σημειωθή ότι η προσωπική βελτίωση τού καθενός από μάς θά βελτιώση καί τήν κοινωνία, αφού η κοινωνία αποτελείται από όλους εμάς. Είναι ο μοναδικός τρόπος γιά τήν αλλαγή τής κοινωνίας πρός τό καλύτερο καί άλλος τρόπος από αυτόν δέν υπάρχει.
Δεύτερον. «Επίστευσας θεόφρον πανοικεί».
Είναι στ’ αλήθεια ωραία εικόνα νά βλέπη κανείς μιά ολόκληρη οικογένεια νά ασπάζεται τήν αληθινή πίστη, νά βαπτίζεται καί στήν συνέχεια νά φιλοξενή στό σπίτι της τόν Απόστολο τού Χριστού μέ τήν συνοδεία του. Πράγματι, τό γεγονός αυτό -τής επικοινωνίας μέ αγιασμένους ανθρώπους- αποτελεί αληθινή ευλογία, καθώς καί πηγή έμπνευσης γιά τήν περαιτέρω πορεία όλων τών μελών τής οικογένειας, καί ιδιαίτερα τών παιδιών, αφού η σύνδεση τών παιδιών μέ ανθρώπους οι οποίοι αποτελούν υγιή πρότυπα ζωής, είναι ό,τι καλύτερο μπορεί νά συμβή στήν ζωή τους. Όταν οι γονείς αγαπούν τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους τους, αυτό σημαίνει ότι είναι καί μεταξύ τους αγαπημένοι καί αυτό έχει μεγάλη επίδραση στήν ψυχολογία τών παιδιών, στήν διαμόρφωση τής προσωπικότητάς τους καί στήν ομαλή πορεία τους μέσα στήν κοινωνία. Τό παράδειγμα τών γονέων αποτελεί τό θεμέλιο πάνω στό οποίο κτίζεται τό πνευματικό οικοδόμημα τής ζωής τών παιδιών. Επίσης, τά παιδικά βιώματα μένουν ανεξίτηλα στήν μνήμη καί τήν καρδιά καί επομένως όταν τά παιδιά συνδέονται μέ φορείς τής ορθοδόξου παραδόσεως, τότε αγαπούν τήν δική τους παράδοση, μπορούν νά τήν ξεχωρίζουν από άλλες παραδόσεις καί δέν κινδυνεύουν νά αλλοτριωθούν σέ οποιεσδήποτε συνθήκες ζωής καί άν βρεθούν. Πολύ σωστά έχει λεχθή ότι οι λαοί καί τά έθνη πού δέν γνωρίζουν καί κυρίως δέν βιώνουν τήν παράδοσή τους απειλούνται μέ αφανισμό.
Η βίωση τής ορθόδοξης παράδοσης στήν αυθεντική της μορφή δημιουργεί τίς προϋποθέσεις γιά τήν απόκτηση εσωτερικής καθαρότητας, ευθύτητας καί ειλικρίνειας, καί όταν αυτό πραγματοποιηθή, τότε «οφθήσεται η δόξα Κυρίου, καί όψεται πάσα σάρξ τό σωτήριον τού Θεού».
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Θεὸν σεβόμενη διανοίας εὐθύτητι, τὸ τῆς χάριτος φέγγος διὰ Παύλου εἴσδεδεξαι, καὶ πρώτη ἐν Φιλίπποις τῷ Χριστῷ, ἔπιστευσας θεόφρον πανοικεῖ· διὰ τοῦτο σὲ τιμῶμεν ἀσματικῶς, Λυδία Φιλιππησία. Δόξα τῷ εὔδοκησαντι ἐν σοῖ, δόξα τῷ σὲ καταυγάσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμὶν τὰ κρείττονα.