Η ἁγία καί μεγάλη Τεσσαρακοστή, Ἀγαπητοί μου, εἶναι περίοδος στήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας, καλεῖ τά παιδιά της, σέ πνευματικές ἀσκήσεις καί περισυλλογή. Εἶναι περίοδος μετανοίας.Τήν περασμένη Τετάρτη ψάλθηκε ὁ Μεγάλος Κανόνας, πού εἶναι ἕνας θρῆνος γιά τήν ἁμαρτωλότητά μας. Καί σήμερα, Πέμπτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν, προβάλλει ὡς ὑπόδειγμα μία γυναίκα πού μετανόησε καί ἐπέστρεψε στόν Θεό. Αὐτήν, πού ἀπό ἁμαρτωλή καί διεφθαρμένη γυναίκα, ἔγινε ἀσκήτρια καί Ὁσία. Τήν ἱερόδουλη πού ἁγίασε, τήν Ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία.

Ὁ λόγος μας σήμερα, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς της, θά στραφεῖ γύρω ἀπό τόν βίο της.

Στά παλιά χρόνια ζοῦσε στήν ἔρημο ἕνας ἀσκητής, ὁ Ζωσιμᾶς. Ἡ φήμη του προσείλκυε πολλές ψυχές.Ἦταν ὄντως Ἅγιος. Ἀλλά μία ἡμέρα ὁ σατανᾶς τοῦ ψυθίρισε στό μυαλό ἕναν λογισμό: «Ζωσιμᾶ, τοῦ λέγει, εἶσαι ὁ ἁγιότερος ἄνθρωπος!».

Ὁ Θεός ὅμως, πού ἀγαποῦσε τόν Ζωσιμᾶ, μέ ὅραμα τοῦ εἶπε: «Δέν εἶσαι ἐσύ ὁ ἁγιότερος. Κοντά στόν Ἰορδάνη ποταμό ὑπάρχει κάποιος ἀνώτερος ἀπό σένα». Ὁ Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε καί πῆγε στόν Ἰορδάνη, σ’ ἕνα ξακουσμένο μοναστήρι. Ἐκεῖ εἶχαν συνήθεία, τήν πρώτη μέρα τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὅλοι οἱ καλόγεροι, νά φεύγουν. Ἄδειαζαν τό μοναστήρι, ἔβγαιναν στήν ἔρημο, κι ἐκεῖ ἔμεναν 40 ἡμέρες. Ἐπέστρεφαν τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, γιά νά γιορτάσουν ὅλοι μαζί, τά πάθη καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔκανε καί ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς.
Καθώς περπατοῦσε στήν ἔρημο, βλέπει μία σκιά. Φοβήθηκε. Πλησιάζει. Δέν ἦταν φάντασμα, ἦταν μία γυναίκα. Ἀπό τήν νηστεία εἶχε γίνει πετσί καί κόκαλο. ἔμεινε ἔκθαμβος ἀπό τήν κατάστασή της. Τό πρόσωπό της  ἔλαμπε. Τήν εἶδε μάλιστα νά περπατάει πάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνη.  Ἦταν ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία.Ὁ Ζωσιμᾶς τήν  ρώτησε πῶς βρέθηκε ἐκεῖ, καί αὐτή τοῦ διηγήθηκε ὅλον της τόν βίο. Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αὐτά ποῦ τοῦ ἐξιστόρησε μάθαμε γι’ αὐτήν τά ἑξῆς:
Ἡ Ὁσία Μαρία ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527565). Καταγόταν ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Ἦταν ὡραιώτατη στό σῶμα, καί αὐτήν τήν ὀμορφιά χρησιμοποίησε ὁ διάβολος σάν παγίδα, σάν ἀγκίστρι, γιά νά πιάσει καί τήν ἴδια καί ἄλλους πολλούς στά δίχτυα τῆς ἁμαρτίας. Ἀπό ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ξέφυγε ἀπό τόν ἔλεγχο τῶν γονέων της καί ἀκολούθησε τόν δρόμο τῆς ἀκολασίας καί τῆς διαφθορᾶς. Δέν δεχόταν οὔτε τίς συμβουλές τῶν γονέων της, οὔτε τίς ὑποδείξεις τῶν ἱερέων. Ἦταν τόσο φοβερό τό πάθος της, τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα της ἡ ἁμαρτία, ὥστε ἁμάρτανε συνεχῶς καί ἀσταμάτητα, ἀκόμη καί χωρίς χρήματα, μόνο καί μόνο νά ἱκανοποιήσει τίς ἄνομες ἐπιθυμίες της. Δέκα ἑπτά χρόνια δούλευε ἐπιμελῶς μέσα στήν πορνεία. Βυθίστηκε μέχρι τό κεφάλι στόν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Ἔπεσε στά ἔσχατα σημεῖα, πού μποροῦσε νά φτάσει μιά ψυχή.
Κάποια φορά εἶδε κόσμο πολύ νά ἀνεβαίνει στό πλοῖο γιά τά Ἱεροσόλυμα. Πήγαιναν ἐκεῖ, γιά νά προσκυνήσουν. Πλησίαζε ἡ ἑορτή τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἀνέβηκε καί ἡ ἁμαρτωλή Μαρία, ὄχι γιατί ἤθελε καί αὐτή νά προσκυνήσει, ἀλλά γιατί μέσα σέ τόσο κόσμο θά εὕρισκε πελατεία νά ἁμαρτήσει, νά ἱκανοποιήσει τό πάθος της. Τά ναῦλα γιά τό καράβι καί τά ἔξοδα τῆς διαμονῆς της στά Ἱεροσόλυμα, τά ἔβγαζε ἀπό τήν αἰσχρή ἁμαρτία.
Η θεία Πρόνοια ὅμως δέν τήν ἄφησε. Ὁ πανάγαθος Θεός κατέστρωσε καί ἐνήργησε τό δικό του σχέδιο γιά τήν σωτηρία καί αὐτῆς τῆς τόσο ἁμαρτωλῆς. Ὁ Θεός πάντοτε ἐργάζεται τήν σωτηρία ὅλων μας. Θέλει ὅλοι νά σωθοῦν, νά ἐπιστρέψουν στήν ἀλήθεια.
Κάποια μέρα, λοιπόν, μαζί μέ ἄλλους προσκυνητές ἐπεχείρησε νά μπεῖ ἀπό περιέργεια στόν Πανίερο Ναό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ὅλοι ἔμπαιναν ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, μόνο αὐτήν κάτι τήν ἐμπόδιζε. Μιά μυστηριώδης δύναμη δέν τήν ἄφηνε. Χτυποῦσε πάνω σέ κάποιο ἀόρατο τοῖχο. Τρεῖς καί τέσσερις φορές ἐπεχείρησε, ἀλλά μάταια. Ἡ εἴσοδός της ἀπαγορευόταν. Πληγώθηκε ἡ καρδιά της, πολύ τῆς κακοφάνηκε.
Τότε ἔκλαψε γιά πρώτη φορά στήν ζωή της. Τότε φωτίσθηκε ὁ νοῦς της καί κατάλαβε, γιατί συμβαίνει αὐτό. Ἄρχισε νά προβληματίζεται. Ξύπνησε ἡ ναρκωμένη συνείδησή της.  Δέκα ἑπτά χρόνια ἔζησε μέσα στήν ἁμαρτία. Συναισθάνθηκε τήν ἀκαθαρσία τῶν ἔργων της καί τῆς ψυχῆς της. Παρακάλεσε τήν Παναγία νά τῆς ἐπιτρέψει νά μπεῖ στόν Ναό καί αὐτή ὑπόσχεται νά ἀλλάξει ζωή, νά γίνει συνετή καί φρόνιμη.
Πολλές φορές στήν ἀνάγκη μας, στό πρόβλημά μας κάνουμε κάποιο τάξιμο. Ὑποσχόμεθα νά προσφέρουμε στό Θεό κάτι, π.χ. νά ἀνάψουμε μία μεγάλη λαμπάδα σάν τό ἀνάστημά μας. Καί τί ἔγινε μέ αὐτό; Ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός τό κερί μας; Τί βγῆκε, πού τοῦ τό προσφέραμε; Κάνουμε τό πολύ ἁπλό, ποῦ δέν μᾶς κοστίζει τίποτε, παρά μόνο λίγα χρήματα. Δέν ὑποσχεθήκαμε ποτέ νά ἀλλάξουμε τρόπο ζωῆς, νά ἀρχίσουμε ζωή χριστιανική, νά πορευθοῦμε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τελικά, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, κατώρθωσε νά μπεῖ στόν Ναό καί εὐθύς ἀμέσως τήρησε τήν ὑπόσχεσή της,  κράτησε τόν λόγο της. Στήν συνέχεια ζήτησε καί βρῆκε ἕναν πνευματικό, ἐξωμολογήθηκε μέ δάκρυα τά ἁμαρτήματά της, ἔκλαψε σπαρακτικά γιά τό κατάμαυρο παρελθόν της. Κοινώνησε μέ τήν ἄδεια τοῦ πνευματικοῦ καί ἔφυγε γιά τήν ἔρημό τοῦ Ἰορδάνη, σύμφωνα μέ τήν ὑπόδειξη τοῦ πνευματικοῦ,  πού τῆς εἶπε: «Πέρασε τόν Ἰορδάνη καί θά εὕρης πολλή ἀνάπαυση». Ἦταν τότε περίπου τριάντα ἐτῶν.
Πέρασε τόν Ἰορδάνη κι ἔφθασε στήν ἔρημο. Τά πρῶτα δέκα ἑπτά χρόνια, μέσα στήν ἔρημο, ἦταν χρόνια φοβεροῦ μαρτυρίου. Εἶχε ζωή σκληρή, ἀσυνήθιστη γιά ἄνθρωπο. Ταλαιπωρήθηκε πολύ ἀπό τόν διάβολο καί τίς ἐπαναστάσεις τῆς σαρκός. Πάλευε μέ τά ἀνήμερα θηρία τῶν παθῶν καί τίς παράλογες προηγούμενες ἐπιθυμίες της. Νήστευε ὑπερβολικά, ἀσκήθηκε τιτάνια, πολέμησε γενναιότατα, δέν σταμάτησε ποτέ νά ἀγωνίζεται τόν καλό ἀγώνα. Ὁ σατανᾶς προσπαθοῦσε μέ ὅλα τά μέσα νά τήν ἐπαναφέρει στήν Αἴγυπτο. Ζωγράφιζε ἐμπρός της τά θέλγητρα, τούς ἐραστές, τίς ἡδονές, τά συμπόσια, τίς διασκεδάσεις, τόν πλοῦτο πού ἐγκατέλειψε..
Συνολικά τά χρόνια της μέσα στήν ἔρημο, ἔγιναν σαράντα ἑπτά, χωρίς ποτέ νά συναντήσει ἄνθρωπο ἤ θηρίο. Ζοῦσε μόνη, μέ μόνο τόν Θεό. Ζοῦσε πλέον ζωή ἀγγελική καί ὑπεράνθρωπη. Ὅταν προσευχόταν σηκωνόταν ψηλά ἀπό τήν γῆ καί ἔμενε μετέωρη στόν ἀέρα. Μέ τήν ἀσυνήθιστη ἄσκηση ἔφτασε καί ξεπέρασε τούς μεγαλύτερους ἀσκητές. Ἔγινε ἀνώτερη ἀπό τούς μάρτυρες, τούς ὁμολογητές, τούς θαυματουργούς Ἁγίους. Ἔφτασε σέ μέτρα τελειότητας. Ἀπό τόν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας μεταπήδησε στήν ζωή τῆς ἁγιότητας, στήν καθαρότητα τῶν ἀγγέλων.
Ἐκεῖ τήν συνάντησε ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς, ὅπως εἴπαμε, καί τοῦ διηγήθηκε ὅλα αὐτά. Τόν παρακάλεσε δέ, νά ξανάρθει στό ἴδιο μέρος, γιά νά τήν κοινωνήσει. Πράγματι μετά ἀπό ἕνα χρόνο ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς ἦρθε πάλι στό ἴδιο σημεῖο μέ τό ἅγιο Ποτήρι. Καμιά ψυχή δέν κοινώνησε μέ τόση κατάνυξη. Ἡ Ὁσία εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τήν ἀξίωσε νά κοινωνήσει τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Παρακάλεσε δέ τόν ἅγιο Ζωσιμᾶ, νά ἔρθει καί τοῦ χρόνου.
Ξαναπῆγε ὁ Ζωσιμᾶς. Ἀλλά δέν τήν βρῆκε. Ψάχνοντας στήν ἔρημο τήν βρῆκε νεκρή καί ξαπλωμένη στήν ἄμμο μέ σταυρωμένα τά χέρια. Δίπλα της εἶχε γράψει: «Ζωσιμᾶ, θάψε τό σῶμα τῆς ἁμαρτωλῆς Μαρίας». Ἐκεῖνος δέν μποροῦσε νά σκάψει, τό συναξάρι λέει κάτι πού μπορεῖ σέ κάποιους νά φαίνεται ἀπίστευτο, ἀλλά γιά τόν Θεό ὅλα εἶναι δυνατά. Ἐνῶ, δηλαδή, συλλογιζόταν πῶς θά σκάψει, ξαφνικά ἔρχεται ἕνα λιοντάρι καί μέ τά νύχια του ἔσκαψε τόν λάκκο. Ἐκεῖ ἔθαψε τό λείψανο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.

Ἄς δοῦμε τώρα τά διδάγματα πού μποροῦμε νά βγάλουμε ἀπό τόν βίο της.

Δίδαγμα πρῶτο: Οἱ ὑπερήφανοι ταπεινώνονται. Γι’ αὐτό κανείς νά μήν ὑπερηφανεύεται. Κι ἄν ἀκόμη εἶναι Ζωσιμᾶς καί τόν θεωροῦν Ἅγιο, αὐτός νά ἔχει τό συναίσθημα ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ὅτι ἔχει πολλή «λάσπη» μέσα του. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἀπάτη. Ὑπερηφανεύτηκε ὁ Ζωσιμᾶς ὅτι εἶναι ὁ ἁγιότερος. Κι ὅμως δέν ἦταν αὐτός, ἀλλά μία γυναίκα. Ὑπερηφανεύτηκε κι ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Κι ὅμως ἀπεδείχτηκε, ὅτι ἕνας τσαγκάρης τῆς Ἀλεξάνδρειας ἦταν ὁ ἁγιότερος ἄνθρωπος τῶν ἡμερῶν του. Κακό πράγμα, μεγάλη ἁμαρτία ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτή γκρέμισε ἀπό τόν οὐρανό τόν ἑωσφόρο καί τόν ἔκανε διάβολο.
Δίδαγμα δεύτερο: Ἡ Ὁσία Μαρία δέν ἦταν ἡ μόνη. Σήμερα γέμισε ὁ κόσμος διεφθαρμένες γυναῖκες. Φρικτό πράγμα ἡ πορνεία.
Θά πρἐπει νά καταδικάσουμε τίς γυναῖκες αὐτές; Ὄχι, γιατί εἶναι θύματα μίας κοινωνικῆς συμφορᾶς. Κάποια μάνα φταίει, κάποιος πατέρας, κάποιος ἄντρας  ἐλεεινό ὑποκείμενο  πού ἐγκατέλειψε τήν γυναίκα του. Δέν καταδικάζουμε αὐτές. Καταδικάζουμε τό κάαθεστώς, τήν κοινωνία, ὅλους τούς παράγοντες πού ἀμέλησαν τό καθῆκον τους.
Τώρα πού πλησιάζει ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα καί θά ἀκούσουμε τήν ἁμαρτωλή γυναίκα νά κλαίει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἄς ἔχουμε ἕνα ἔλεος γι’ αὐτές. Γιατί μπορεῖ αὐτές νά σωθοῦν, κι ἐμεῖς πού νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἅγιοι νά κολαστοῦμε.
Καί τό τρίτο καί σπουδαιότερο δίδαγμα: Εἶναι ἕνα μήνυμα πού ἀπευθύνεται σέ ὅλους μας: Ἁμαρτωλοί, πάρτε θάρρος! Ὅσες κι ἄν εἶναι οἱ ἁμαρτίες σας, συγχωροῦνται. Κάθε ἁμαρτία, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι κάρβουνο ἀναμμένο. Ὅσα κάρβουνα κι ἄν μαζέψεις, καί ἄν γίνουν ἕνα βουνό σάν τόν Ὄλυμπο, μόλις τά ρίξεις μέσα στήν θάλασσα σβήνουν. Θάλασσα εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί νικάει τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἀκούσαμε σήμερα στό Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. (βλ. Ἔβρ. 9,1114) Μία σταγόνα ἀπό τό Αἷμα πού ἔχυσε ὁ Κύριός μας ἐπάνω στόν Σταυρό  ἄν πιστεύεις γίνεται ὠκεανός. Μέσα στόν ὠκεανό αὐτό ἐλᾶτε ὅλοι νά πλύνουμε ὁποιεσδήποτε ἁμαρτίες  κι ἄν ἔχουμε, μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας.
Ἀγαπητοί μου,
Τώρα ποῦ φτάνουμε πρός τό τέλος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίνει ἕνα γερό ταρακούνημα, γιά νά σηκωθοῦμε οἱ ράθυμοι, νά μετανοήσουμε οἱ ἁμαρτωλοί, νά ξυπνήσουμε ὅλοι μας. Κανείς δέν πρέπει νά ἀποθαρρύνεται ἀπό τήν κατάστασή του, ὅποια καί ἄν εἶναι αὐτή. Γιά ὅλους ὑπάρχει ἐλπίδα. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος γιά τήν σωτηρία. Ὁ Χριστός μᾶς θέλει κοντά του, ἀλλά μετανοιωμένους. Μποροῦμε πράγματι νά γίνουμε κατάλευκοι, ὅπως ὅταν βγήκαμε ἀπό τήν κολυμβήθρα, πού βαπτισθήκαμε.
Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δέν εἶναι φοβερό τό νά πέσει κανείς. Αὐτό μπορεῖ νά συμβεῖ σέ ὅλους μας. Φοβερό εἶναι νά μήν προσπαθήσει νά σηκωθεῖ. Πολύ κακό εἶναι νά παραμείνει κανείς πεσμένος». Καλούμεθα ὅλοι μας νά μιμηθοῦμε τό παράδειγμα τῆς Ὁσίας Μαρίας καί νά ἔρθουμε πιό κοντά στόν Χριστό, ἔστω καί ἄν δέν ζήσαμε τόν πρότερο βίο της. Τολμήσαμε καί διαπράξαμε ὅμως τήν ἁμαρτία. Γιατί νά μήν ἔχουμε τήν τόλμη νά κάνουμε τό βῆμα τῆς ἐπιστροφῆς; Τώρα πού πλησιάζει τό Πάσχα, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά κάνουμε τό βῆμα αὐτό, τό βῆμα τῆς μετανοίας, τό βῆμα τῆς Ὁσίας Μαρίας, ὥστε κι  ἐμεῖς νά ἀπολαύσουμε τόν Χριστό, νά αἰσθανθοῦμε κι ἐμεῖς αὐτό πού αἰσθάνθηκε ἡ Ἁγία, καί «χαρά ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». (Λουκ. 15, 7)