Κατά τή Μ. Τεσσαρακοστή στήν Ἐκκλησία μας τά πάντα εἶναι διαφορετικά. Οἱ ἀκολουθίες πολύωρες καὶ μὲ ποικίλα ἀναγνώσματα. Αὐστηρώτατη νηστεία. «Δεῖ πᾶσαν τὴν Τεσσαρακοστὴν νηστεύειν ξηροφαγοῦντας» (Ν΄ Λαοδικείας).

Τά καλύμματα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, τά ἄμφια τῶν Ἱερέων εἶναι σέ μαῦρο χρῶμα. Ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ, τό ὀρθόδοξο, πένθιμο χρῶμα εἶναι τό «πορφυροῦν»· «πορφυρᾶ περιβλημένοι εἰσίν ὅ τε διάκονος καί ὁ ἱερεύς» (P.G. 155:652), γιατί πρόκειται γιά «χαροποιόν πένθος».

Τό «μαῦρο» εἰσήχθη κατ’ ἐπίδραση τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας. (Καί μόνο γι’ αὐτόν τόν λόγο θά πρέπει μερικοί νά τό ρίξουν στήν πυρά…!).

Καί ὁ λόγος πού ἡ Μ. Τεσσαρακοστή ἔχει τέτοιο κατανυκτικό χρῶμα, εἶναι, γιά νά ἀφυπνισθοῦμε· νά ἀναστήσουμε τόν νενεκρωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία ἑαυτό μας, καί ἔτσι παράλληλα μέ τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ νά γιορτάσουμε καί τή δική μας νεκρανάσταση.

Οἱ Προηγιασμένες γίνονταν τό ἀπόγευμα, ἐπειδή οἱ πιστοί μέχρι τότε παρέμεναν νηστικοί καί ἄνυδροι.

Εἰσῆλθαν (οἱ Προηγιασμένες) μέ τό σκεπτικό: «Ἐφόσον διάγουμε τέτοια πνευματική περίοδο, μέ καθημερινή ξηροφαγία, μέ καθημερινές ἐκτενεῖς προσευχές καί γονυκλισίες κ.λ.π., γιατί νά μήν κοινωνοῦμε;».

Καί γίνονταν κάθε ἀπόγευμα, δηλαδή κάθε μέρα, γιατί κάθε μέρα ξηροφαγοῦσαν. Ὅταν ἡ ξηροφαγία περιορίσθηκε τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, περιορίσθηκαν καί οἱ Προηγιασμένες σέ Τετάρτη καί Παρασκευή. Βλέπετε ἡ Θ. Κοινωνία εἶχε συνδυασθεῖ μέ ἔντονη πνευματική ζωή.

«Πάτερ, ἄν πιοῦμε τσάϊ Τρίτη ἀπόγευμα (!), κάνει νά κοινωνήσουμε Τετάρτη ἀπόγευμα (!) στήν Προηγιασμένη;», ρώτησαν (1998) ὑπερήλικες ἠπειρώτισσες τόν Ἱερέα τους.

Τέτοια εὐλάβεια «ἔτρεφαν» οἱ προγονοί μας πρός τό κορυφαῖο Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Καί σήμερα; «Οἱ χριστιανοί παλαιά εἶχαν πιό πολλή εὐλάβεια στό ἀντίδωρο, ἀπό ὅτι πολλοί μοναχοί σήμερα στήν Θ. Κοινωνία!», ἔλεγε μέ πόνο ὁ Ὅσιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης.

Ὅμως, γιατί ἐπιτελοῦσαν τίς Προηγιασμένες, καί ὄχι τήν Λειτουρργία τῶν Πιστῶν; Ἡ ἐξήγηση, πού συνήθως δίδεται, εἶναι: «Ἡ Μ. Τεσσαρακοστή ἔχει πένθιμο χαρακτῆρα καί ἡ Λειτουργία πανηγυρικό, καί ἄρα δέν «ταιριάζουν».

Μά ἄν ἦταν ἔτσι, θά ἔπρεπε νά ἔχει ἀπαγορευθεῖ ἡ Θεία Κοινωνία (=τέλεση Προηγιασμένης).

Ὑπάρχει πιό μεγάλη πανήγυρη ἀπό τή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στά Ἄχραντα Μυστήρια; Ἄλλος λοιπόν εἶναι ὁ κύριος λόγος, πού στίς καθημερινές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς δέν ἐπιτελοῦνται Θ. Λειτουργίες.

Οἱ χριστιανοί ἀνέκαθεν προσεύχονταν γονατιστοί (ὅπως κάνουν οἱ μουσουλμάνοι· ἀπό τούς χριστιανούς τό ἔμαθαν).

Καί προσεύχονταν γονατιστοί, γιά νά θυμοῦνται τίς ἁμαρτίες τους· τήν πτώση τους ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, καί νά ταπεινώνονται.

«Γίνεται προσευ­χή στήν ἐκκλησία, καί «ἐπί τά γόνατα κείμενοι», νέοι καί γέροντες…». (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος P.G. 60: 190).

Τό ἐρώτημα δέν εἶναι, ἄν οἱ χριστιανοί τήν Κυριακή γονατίζουν ἤ ὄχι, ἀλλά ἄν προσεύχονται γονατιστοί. Καί ἡ ἀπάντηση: «Ἑστῶτας ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ τάς εὐχάς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ» (Κ’τῆς Α΄).

Ὅμως, ἡ κατ’ ἐξοχήν ἀνάμνηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου γίνεται στή Λειτουργία τῶν Πιστῶν, γιατί σ’ αὐτή ἐπιτελεῖται τό μυστήριο τοῦ καθαγιασμοῦ, τῆς ἀναμνήσεως τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ (Λκ. 22: 19).

«Δέν ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στή γιορτή τῆς Ἀναστάσεως καί στή Θ. Εὐχαριστία. Τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι». ( Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, P.G. 62: 530). Γι’ αὐτό ὅποια μέρα καί ἄν γινόταν ἡ Λειτουργία αὐτή, προσεύχονταν ὄρθιοι.

Δέν γονάτιζαν οὔτε στόν «καθαγιασμό»· «ὀρθοί πρός Κύριον μετά φόβου καί τρόμου ἑστῶτες», ἔλεγε ὁ Προεστώς κατά τήν ἱερή αὐτή στιγμή ( Διδαχές τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων P.G. 1:1092) .

Γι’ αὐτό καί στή Λειτουργία αὐτή δέν ὑπάρχει ἡ προτροπή «Σοφία. Ὀρθοί», ὅπως ὑπάρχει στή Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων. Γι’ αὐτό, ὅσοι ἦσαν ὑπό ἐπιτίμιο, καί τήν παρακολουθοῦσαν, ἀποκαλοῦντο «συνιστάμενοι» (ΙΑ΄ τῆς Α΄)· ἐνῶ ὅσοι παρακολουθοῦσαν τή Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων ἀποκαλοῦντο «ὑποπίπτοντες» (ΙΑ΄τῆς Α΄).

Γονάτιζαν μόνο γιά νά κοινωνήσουν. Καί προκειμένου νά εὐχαριστήσουν τόν Κύριο, ἔπρεπε νά σηκωθοῦν ὄρθιοι· «ὀρθοί οἱ μεταλαβόντες, ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Δέν ἐπιτρεπόταν μέσα σ’ αὐτό τό ἀναστάσιμο κλῖμα, νά εὐχαριστήσουν τόν Κύο γονατιστοί!

Ἐπειδή ἡ Μ. Τεσσαρακοστή ἦταν περίοδος μετανοίας ( γι’αὐτό καί προσεύχονταν γονατιστοί), καί ἐπειδή στή Λειτουργία τῶν Πιστῶν ἀπαγορεύονταν νά προσεύχονται γονατιστοί, γι’αὐτό ἀπαγορεύθηκε ἡ τέλεση τῆς Λειτουργίας τῶν Πιστῶν στίς καθημερινές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.

Ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ: Εἶναι γνωστό ποῦ ὀφείλει τήν ὀνομασία του ὁ «Ἀκάθιστος Ὕμνος». Ὅμως, οἱ πιστοί καί νά ἤθελαν νά καθίσουν, δέν μποροῦσαν, γιατί στούς Ναούς δέν ὑπῆρχαν καθίσματα.

Ἁπλά, προσευχήθηκαν, χωρίς νά γονατίζουν, γιατί τό γονάτισμα σήμαινε πένθος, μετάνοια, συντριβή, πρᾶγμα πού δέν ταίριαζε μέ τήν πανηγυρική καί συγκεκριμένη ἐκείνη στιγμή.

Σήμερα τό γονάτισμα ἔχει σχεδόν ἐξαλειφθεῖ ἀπό τίς ἐκκλησίες· (πόσοι γονατίζουν στά «Σά ἐκ τῶν Σῶν;», πόσοι κατά τήν ἐξομολόγηση, ὅταν διαβάζεται ἡ συγχωρητική εὐχή;).

Μέ ἀποτέλεσμα νά μήν βιώνουμε, ὅσο θά ἔπρεπε, εἴτε τίς κατανυκτικές στιγμές τῆς λατρείας μας, εἴτε τίς ἀναστάσιμες ἡμέρες, ὅπως εἶναι ἡ Κυριακή μέρα.

Φαντασθεῖτε, ἀπό τήν Δευτέρα μέχρι τήν Παρασκευή νά προσεύχεστε στήν ἐκκλησία γονατιστοί, καί ἀπό τό Σάββατο ἑσπέρας μέχρι τήν Κυριακή ἑσπέρας, ὄρθιοι. Ἄλλα βιώματα…!

Ἐφόσον δέν γονατίζει τό σῶμα μας, τουλάχιστον, ἄς γονατίζει ἡ ψυχή μας, καί σίγουρα θά πάρουμε πολλά, γιατί «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν». (Ἰακ. 4:6).

Του Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη
Πηγή