Από τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, μέ τήν ἔναρξη τοῦ Τριωδίου, ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό ἐπιστρατευτικό της σάλπισμα καλεῖ τόν κάθε χριστιανό, στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ, νά συστρατευτεῖ στόν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ πονηροῦ, ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας.

Αὐτό βέβαια τό γνωρίζει πολύ καλά ὁ διάβολος. Δέν μένει μέ σταυρωμένα τά χέρια του, ἐπιστρατεύει κι αὐτός μέ τήν σειρά του τούς δικούς του ἀνθρώπους, πού δέν εἶναι καί λίγοι.

Νηστεία ἡ Ἐκκλησία – φαγοπότι αὐτός.

Προσευχή ἡ Ἐκκλησία – χορό καί διασκέδαση αὐτός.

Μετάνοια ἡ Ἐκκλησία – τόν χορό τῆς κοιλιᾶς αὐτός.

Ἀκολουθία ἡ Ἐκκλησία – χοροεσπερίδα ὁ διάβολος.

Εἶναι πολυμήχανος, ὁ παμπόνηρος. Ἐπιστρατεύει τήν διαβολική του τέχνη πολύ περισσότερο τώρα τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Καί εἶναι πολλοί οἱ ἀφελεῖς πού παγιδεύονται στά τεχνάσματά του. Ὅπως, ἕνα κλαδί δένδρου ἤ φυτοῦ μπορεῖ νά κρύβει μιά παγίδα, ἔτσι καί ἕνα ἁπλό ξεφάντωμα ἤ ἕνα ἀθῶο περιστατικό, μπορεῖ νά εἶναι ὀλέθριο πνευματικά.Προσοχή! Χριστιανός, σημαίνει πόλεμος συνεχής, ἀσταμάτητος ἐναντίον τοῦ διαβόλου.

Ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου.

Ὅταν ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας, ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά πετύχει τόν σκοπό του μέ ἄλλα μέ­σα, καταφεύγει σ’ αὐτό τό μέσο: Προσβάλλει τόν ἄνθρωπο στίς φυσικές του ροπές. Λόγου χάρη, πολλές φορές τυφλώνεται ὁ νοῦς τοῦ ἀγωνιστοῦ βλέποντας ὡραία πρόσωπα. Καί ὁ διάβολος τότε μεταχειρίζεται τό πᾶν, ὥστε νά τοῦ δημιουργήσει αἰσχρούς καί ἀκάθαρτους λογισμούς. Ἔτσι μέ τήν σατανική του πονηριά δέν χτυπάει τόν χριστιανό ἄμεσα, γιατί θά ἦταν καί ἡ ἀντίδραση ἄμεση, ἀλλά ἔμμεσα. Καί ἀφοῦ νική­σει τόν ἄνθρωπο στό πρῶτο στάδιο καί συγκατατεθεῖ στήν ἁμαρτία, ὕστερα τόν ὁδηγεῖ καί στήν πονηρή καί αἰσχρή πράξη. Χρειάζεται πολλή προσοχή, γιατί μπο­ρεί νά πέσει ἔτσι κάποιος πού ἔχει φτάσει ψηλά στήν ἀρετή. Τό κάλλος τῶν γυναικῶν, τά φορέματα, οἱ καλ­λωπισμοί καί γενικά ἡ ἀπρόσεκτη καί ἄσεμνη συμπε­ριφορά τους, εἶναι ἀφορμές νά πέσει ὁ ἀγωνιστής. Χρειάζεται λοιπόν πολλή προσοχή.

Οἱ ἡδονές τοῦ σώματος καί οἱ πειρασμοί τῆς σάρκας εἶναι φωτιά καί δέν πρέπει νά παίζει κανείς μ’ αὐτήν, γιατί ὁπωσδήποτε θά καεῖ. Ἐκεῖνο πού χρειάζεται στήν περίπτωση αὐτοῦ τοῦ πολέμου εἶναι ἡ περιφρό­νηση. Γιατί ὅσο περισσότερη σημασία δίνει κανείς στούς πειρασμούς, τόσο ὁ σατανάς προχωράει.

Χωρίς καμιά ἀμφιβολία, αὐτοί πού ὑπομένουν καρ­τερικά τούς πειρασμούς εἶναι «φιλόθεοι». Ὑποφέρουν, λιώνουν πολλές φορές ἀπό τήν σφοδρότητα τῶν σαρκικῶν πειρασμῶν, ἀλλά δέν ὑποχωροῦν γιά τήν α­γάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Δέν υ­ποχωρούν στίς κολακεῖες καί στά ψέμματα τοῦ σατα­νά. Γνωρίζουν καλά ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι δολώματα, πού μέ σατανική τέχνη βάζει στό ἀγκίστρι του ὁ πονηρός, γιά νά πιάσει τήν ψυχή καί νά τήν ὁδηγήσει στήν κα­ταστροφή καί στήν ἀπελπισία.

Αὐτοί λοιπόν πού πειράζονται καί δέν ὑποχωροῦν, δέν γίνονται γνωστοί μόνο στόν Θεό, ἀλλά καί σ’ αυ­τόν τόν διάβολο πού ἔχει πολύ πόθο νά πειράζει τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ὅπως τόν δίκαιο Ἰώβ. Ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τόν ἀγωνιστή, ἀλλά ὑποχωρεῖ γιά λίγο, ὥστε νά δοκιμαστεῖ ἡ πίστη του. Καί δέν α­φήνει ποτέ τόν διάβολο νά τόν πολεμήσει περισσότε­ρο ἀπό τίς δυνάμεις του. Ὄχι ὅσο θέλει ὁ διάβολος, ἀλλά ὅσο θέλει ὁ Θεός. Αὐτό εἶναι τό μέτρο στούς πειρασμούς διότι Θεός θέλει νά δοκιμάζονται οἱ αληθι­νοί καί σταθεροί ἀγωνιστές. Ὅποιος ἀγωνίζεται ἀνυ­ποχώρητα κατά τῶν πειρασμῶν δέν ὑπολογίζει τίποτε, ἀψηφᾶ τά πάντα καί τό μόνο πού τόν ἐνδιαφέρει εἶναι νά γίνει εὐάρεστος στόν Θεό. Ὁ καλός ἀγωνιστής ὅλες τίς χαρές καί τίς δόξες τοῦ κόσμου τίς θεωρεῖ σάν σκουπίδια μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί ὅσο ὁ ἀγωνιστής προχωρεῖ στήν ἀρετή, τόσο ταπεινώνεται καί ἀποδίδει τήν δόξα στόν Θεό, ὁ ὁποῖος τόν Βοηθάει καί εἶναι ὁ αἴτιος τῆς νίκης του.

Τήν ὥρα πού μᾶς κυκλώνουν οἱ πειρασμοί, ἄς παρακαλοῦμε τόν Θεό λέγοντας: «Σύ, Κύριε, ὑπάρχεις ὁ μόνος δυνατός, καί ὁ ἀγώνας μας εἶναι πρῶτα δικός Σου ἀγώνας. Στά χέρια Σου παραδινόμαστε πολέμησε καί νίκησε μαζί μας». Ἔτσι δοκιμάζονται οἱ καλοί ἀγωνιστές, ὅπως δοκιμάζεται τό χρυσάφι στήν φωτιά πού καθαρίζεται ἀπό τά ἄχρηστα στοιχεῖα καί βγαίνει ἁγνό καί καθαρό. Χωρίς τήν φωτιά δέν τό ἀναγνωρίζεις, γιατί εἶναι ἀνακατωμένο μέ ἄλλες ἄχρηστες οὐσίες. Χωρίς πειρασμούς ὁ χριστιανός δέν ἔχει καθαρισθεῖ ἀπό τόν ρύπο τῆς ψυχῆς του, πού δέν τόν ἀφήνει νά πλησιάσει τόν Θεό.

Οἱ ψεύτικοι χριστιανοί λυγίζουν εὔκολα ὅταν βρε­θούν στό καμίνι τῶν πειρασμῶν καί ἀπομακρύνονται ἔτσι ἀπό τόν Θεό. Καί λυγίζουν γιατί ἄνοιξαν τήν πόρ­τα τῆς ψυχῆς τους στόν διάβολο, μέ τήν ἀμέλεια ἤ μέ τήν ὑπερηφάνεια. Ἔτσι ἡ θεία χάρη φεύγει ἀπ’ αὐτούς καί χαίρεται ὁ σατανάς γιά τήν νίκη του. Αὐτοί οἱ ψυχροί χριστιανοί εἶναι νόθοι καί χάνουν τίς πνευματι­κές τους δυνάμεις μέχρι σημείου πού νά αἰσθάνονται ἄδειο τόν ἑαυτό τους. Πέφτουν, γιατί θεωροῦν τήν πτώση γλυκιά καί δέν καταβάλλουν καμιά προσπάθεια νά ὑπομείνουν τίς δυσκολίες τοῦ ἀγώνα.

Αὐτοί πού ψυχικά εἶναι ράθυμοι δέν φοβοῦνται μόνο τούς ἰσχυρούς πειρασμούς, ἀλλά τρέμουν καί ταράζονται ἀκόμη καί ἀπό τόν θόρυβο πού κάνει τό φύλλωμα τῶν δένδρων. Λιποψυχοῦν μέ τό παραμικρό καί δέν μποροῦν νά ὑπομείνουν λίγη πείνα ἤ μιά μικρή ἀρρώστια. Οἱ δυνατοί ἀγωνιστές νικοῦν τίς ἀπαιτήσεις τοῦ σώματος καί ἐνῶ πεινοῦν, ἐξασκοῦν τόν ἑαυτό τους στήν ἐγκράτεια καί στήν ἄσκηση.

Αὐτοί ἱκανοποιοῦνται νά πιέζουν τόν ἑαυτό τους, για­τί γνωρίζουν ὅτι τό σῶμα ἀντιστρατεύεται στό πνεῦμα. Κοπιάζουν γιά τήν ἀρετή καί ὑπομένουν καρτερικά τούς πειρασμούς, γιατί γνωρίζουν ὅτι ἀπ’ αὐτούς γί­νονται τέλειοι καί εὐφραίνεται ὁ Θεός. Ὑπομένουν εὐχάριστα κόπους, πόνους καί θυσίες γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τούς πειρασμούς καί τίς πονηριές τοῦ δια­βόλου ὑπομένουν μέ γενναιότητα καί ἀκμαῖο φρόνη­μα. Ἔτσι νικοῦν τόν σατανά, προχωροῦν στήν ἀρετή καί εὐφραίνεται ὁ ἐπουράνιος Πατέρας, πού θά τούς δώσει, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τό στεφάνι τῆς νίκης.

Οἱ πειρασμοί.

Κανείς δέν μπορεῖ νά προκύψει στήν ἀρετή, ἄν δέν εἶναι ἕτοιμος νά ἀντιμετωπίσει τούς πειρασμούς. Καί πρῶτα πρέπει νά πιστέψει, ὅτι οἱ θλίψεις, οἱ στενοχώριες καί γενικά οἱ πει­ρασμοί ὠφελοῦν τήν ψυχή. Τό πρῶτο, λοιπόν, πού έ­χουμε νά κάνουμε εἶναι νά ἀγαπήσουμε τίς θλίψεις.

Μή συμβουλευθείς ποτέ κάποιον πού δέν ἔχει τήν ἴδια διαγωγή μέ σένα, ἔστω κι ἄν εἶναι σοφός. Καλύτερα εἶναι νά ζητήσεις συμβουλή ἀπό ἕναν ἀγράμματο ἀλλά, ἐνάρετο ἄνθρωπο, παρά ἀπό ἕναν σοφό, ἀλλά ξένο πρός τά θεῖα καί τήν ἀρετή. Αὐτός πού θά τόν συμβουλευτεῖς γιά τήν ζωή σου, πρέπει νά ἔχει ὁ ἴδιος ἐφαρ­μόσει αὐτά πού θά σέ διδάξει. Ὁ ἄνθρωπος πού μέ πολλή ὑπομονή δέχθηκε τούς πειρασμούς καί τούς αν­τιμετώπισε καλά, αὐτός μπορεῖ πολλά νά σοῦ προσφέρει. Γιατί δέν εἶναι εὔκολο στόν καθένα νά καθοδηγεῖ τούς ἄλλους στήν ἀρετή καί στήν ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν.

Πρέπει νά γνωρίζεις,ὅτι τό χαρακτηριστικό τῆς ἀρετῆς, εἶναι ἡ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς. Αὐτό τόν δρόμο βάδι­σαν οἱ Ἅγιοι. Γιατί, ὅσο ὑπομένεις τούς πειρασμούς καί προχωρᾶς στήν ἀρετή, τόσο πλησιάζεις στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καί, ὅσο προχωρᾶς καί προοδεύεις στήν ἀρετή, τόσο οἱ πειρασμοί γίνονται δυνατότεροι.

Οἱ θλίψεις πού παραχωρεῖ ὁ Θεός δίνονται γιά τήν πνευματική μας προκοπή. Ὁ Θεός δέν μᾶς ἐκδικεῖται γιά τίς ἁμαρτίες μας. Ἀντίθετα, μᾶς ἀγαπάει περισ­σότερο καί θέλει νά διορθωθοῦμε. Τούς πειρασμούς πρέπει νά τούς θέλουμε, ὅσο κι ἄν μᾶς στενοχωροῦν. Καί μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει τούς πειρασμούς ἀνάλογα μέ τήν πνευματική δύναμη πού ἔχει ὁ καθένας μας.

Ὁ Θεός δέν δίνει χαρίσματα στόν ἄνθρωπο ἄν προηγουμένως δέν ἔχει ὑπομείνει τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις πού παραχωρεῖ. Καί αὐτό εἶναι ἔργο τῆς θείας σοφίας, τήν ὅποια δέν καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρω­ποι. Ὅταν μέ ὑπομονή δεχθείς τίς θλίψεις καί τίς στε­νοχώριες, τότε θά σέ ἀμείψει ὁ Θεός μέ θεία χαρίσμα­τα. Γιατί, μετά ἀπό τήν θλίψη καί τήν δοκιμασία, ἔρχεται ἡ παρηγοριά. Ὅσοι ὑπομένουν τούς πειρασμούς, αὐτοί ἀπολαμβάνουν καί τά ἀγαθά πού στέλνει ὁ Θεός. Πρῶτα θά γευτεῖ κανείς τήν πικρία τῶν πειρασμῶν καί μετά θά ἀπολαύσει τήν γλυκύτητα τῆς θείας χάριτος.

Ὅταν ἔρχονται πειρασμοί, πρέπει νά μᾶς κατέχουν δυό αἰσθήματα: τῆς χαρᾶς καί τοῦ φόβου. Χαρᾶς γιατί ἀξιωθήκαμε νά περπατήσουμε τόν δρόμο πού περπάτησαν ὁ Κύριος καί οἱ Ἅγιοι. Καί φόβου, μήπως οἱ πειρασμοί μᾶς ἔρχονται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια.

Μήν ξεχνᾶμε ὅτι τό καλό συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τήν θλίψη. Ἡ ὀκνηρία καί ἡ ἔλλειψη φροντίδας γιά τήν σωτηρία μᾶς παραλύουν τήν ψυχή καί δέν τήν α­φήνουν νά πλησιάσει τόν Θεό καί νά ὑπομείνει σωστά τούς πειρασμούς πού παραχωρεῖ γιά τό καλό μας.

Στούς πειρασμούς – τήν ὥρα ἐκείνη τῆς μεγάλης ψυχικῆς φουρτούνας – μᾶς φαίνεται ὅτι ὅλοι μᾶς ἐγ­καταλείπουν καί δέν ὑπάρχει ἀπό πουθενά ἐλπίδα σω­τηρίας. Ὅλα μᾶς φαίνονται μαῦρα καί σκοτεινά. Ἀλ­λά μήν χάνουμε τό θάρρος μας καί μήν ἀπελπιζόμαστε. Μετά ἀπό τήν τρικυμία ἔρχεται ἡ γαλήνη. Ὁ καλός Θεός τά οἰκονομεῖ τόσο ὡραία γιά τόν καθένα μας, ὥστε νά μήν ἐπιτρέπει νά μᾶς ἔρχονται πειρασμοί μεγα­λύτεροι ἀπό τήν δύναμή μας. Στούς πειρασμούς εἶναι συγκερασμένα ἡ παρηγοριά καί ἡ δυστυχία, τό φῶς καί τό σκοτάδι, ἡ στενοχώρια καί ἡ εὐτυχία. Αὐτοί οἱ πειρασμοί εἶναι τό σημάδι τῆς ψυχικῆς προκοπῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τήν ὥρα τῶν πειρασμῶν ἔχουμε βοηθό μας τόν ζωντανό Θεό! Γιατί, λοιπόν, νά φοβηθοῦμε;

Στούς ὑπερήφανους πού μέ τήν ἀναισχυντία τους αὐτή προσβάλλουν τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ἔρχονται μεγάλοι πειρασμοί. Κι αὐτό τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός γιά νά τούς ταπεινώσει. Σέ ἐκείνους πού σηκώνουν τό ἀνά­στημά τους ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, παραχωρεῖ ὁ Θεός φοβερές δοκιμασίες, ὅπως εἶναι ὁ πόλεμος πού κάνει ὁ σατανάς μέ τούς αἰσχρούς λογισμούς, μέ τόν θυμό, μέ τίς κακές συναναστροφές καί μέ τά τόσα ἄλλα κακά. Ἡ ἀρχή ὅλων τῶν πειρασμῶν εἶναι τό νά θεωρεῖ κα­νείς τόν ἑαυτό του σοφό καί φρόνιμο. Γι’ αὐτό χρειά­ζεται νά πολεμήσει κανείς ἀπό τήν ἀρχή τήν ὑπερηφάνεια, ὥστε νά μήν ρίξει ρίζες μέσα στήν ψυχή, ὁπότε εἶναι δύσκολο νά ξεριζωθεῖ.

Στίς θλίψεις καί στίς δύσκολες καταστάσεις πού θά ἀντιμετωπίσουμε χρειάζεται ὑπομονή. Ἄλλος τρόπος ἀντιμετώπισης δέν ὑπάρχει. Ἡ ὑπομονή διώχνει τήν πικρία τῶν συμφορῶν.

Στούς πειρασμούς χρειάζεται ἀντίσταση. Δέν πρέπει νά τούς ἀντιμετωπίζουμε μέ ἀπραξία καί ἀδιαφορία. Ὅταν ἀνοίξουμε τίς πόρτες τῆς ψυχῆς μας, τότε θά μπεῖ μέσα ἡ σύγχυση, ἡ ταραχή, ἡ βλασφημία, ἡ μεμψιμοιρία, οἱ διεστραμμένοι λογισμοί καί τόσα ἄλλα κακά πού βλάπτουν τήν ψυχή μας. Καί ἡ αἰτία αὐτῶν τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἀμέλειά μας.

Γιά νά θεραπευθοῦμε ἀπό τίς ἀρρώστιες αὐτές χρειάζεται ταπείνωση. Χωρίς τήν ταπείνωση οἱ πειρα­σμοί θά ἔρχονται μεγαλύτεροι καί σφοδρότεροι. Αἠτά εἶναι ἡ ἀλήθεια. Προσπάθησε νά ἀποκτήσεις τήν ταπεινοφροσύνη καί θά σέ ἐλεήσει ὁ Θεός. Ἀνάλογα μέ τήν ταπείνωση στέλνει ὁ Θεός καί τήν ὑπομονή. Καί μέ τήν ὑπομονή γίνεται πιό ἐλαφρύ τό βάρος τῶν θλί­ψεων καί τῶν συμφορῶν. Τότε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο θά κατοικήσει στήν καρδιά σου. Ὁ Θεός, πού εἶναι ὅλος ἀγάπη, δέν διώχνει ἀμέσως τούς πειρασμούς, γιατί γνωρίζει ὅτι αὐτό δέν εἶναι γιά τό ψυχικό μας συμφέ­ρον, ἀλλά δίνει τήν ὑπομονή καί μ’ αὐτήν ἔρχονται ὅλα τά καλά.

Ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ὅταν ὑποχωροῦμε στούς πειρασμούς, καί ὄχι ὅταν μᾶς προσβάλλουν. Ἡ προσβολή τῶν πειρασμῶν θά γίνει ὁπωσδήποτε γιατί ἔτσι θά δοκιμαστοῦμε. Ἐμεῖς ὅμως δέν πρέπει νά τούς δεχόμαστε γιά νά μήν μολύνεται ἡ ψυχή μας. Οἱ ἅγιοι ὑπομένοντας τούς πειρασμούς ἔφτασαν σέ μεγά­λα μέτρα ἀρετῆς. Ἡ δοκιμασία κάνει τόν ἄνθρωπο δυ­νατό καί ξεκαθαρίζεται μέσα τοῦ τό καλό ἀπό τό κακό.

Θά μποροῦσε νά ρωτήσει κάποιος: Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος γιά νά μᾶς δοκιμάσει ὁ Θεός; Γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ὑποφέρουν τά παιδιά του; Ὁ Θεός ὅρισε ἔτσι, γιατί ἄν δέν δοκιμάσει κανείς τό κακό, δέν θά αἰσθανθεῖ ποτέ τήν γλυκύτητα τοῦ καλοῦ. Μπορεῖ νά λυγίζουμε σάν ἄνθρωποι. Ὁ Θεός δέν μετράει τήν πτώση ὅσο τήν ἀνόρθωση καί τόν ἀγώνα γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Ἀκόμη στούς πειρασμούς νοιώ­θουμε καί τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί συνειδητοποι­ούμε ὅτι χωρίς τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτα. Ἄν ἀφήσει ἐλεύθερο τόν σατανά ὁ Θεός, τότε ἡ θέση μας θά εἶναι τραγική. Τοῦ ἐπιτρέπει τόσο μόνο νά ἐπέμβει, ὅσο ὁρίζει Ἐκεῖνος, πού εἶναι ὁ παιδαγωγός τῆς ψυχῆς μας. Αὐτοί πού προχώρησαν στήν ἀρετή φυλάχτηκαν ἀπό τήν θεία δύναμηκαί ἔδιω­ξαν ἀπό τήν ψυχή τους τά καταστρεπτικά πάθη. Ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος ἀναφέρει ὅτι ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά έ­χει σοβαρό πειρασμό, γιά νά μήν ὑπερηφανεύεται. Τοῦ δόθηκε «σκόλοψ τῇ σαρκὶ ἵνα μὴ ὑπεραίρεται».

Ἀκόμη ἀπό τούς πειρασμούς ἀποκτᾶ κανείς καί πίστη.

Ὁ πειρασμός ὠφελεῖ κάθε ἄνθρωπο. Οἱ ἀγωνιστές πειράζονται περισσότερο ὅταν αὐξήσουν τόν πνευμα­τικό τους πλοῦτο. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἀγωνίζεται, δέν δέχεται τόν πλοῦτο τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ὁ Θεός πει­ράζει καί βασανίζει πρῶτα τούς δούλους Του καί ἀφοῦ ὑπομείνουν καρτερικά τούς πειρασμούς, μετά τούς δίνει τήν ἀμοιβή. Ἄς δοξάζουμε τόν Θεό πού μᾶς δίνει φάρμακα, ὥστε μετά ἀπ’ αὐτά νά μᾶς ἔρθει ἡ ψυχική ὑγεία καί ἡ παρηγοριά.

Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν κουράζεται καί νά μήν δυσανασχετεῖ τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. Κι αὐτοί οἱ Ἅγιοι πού θαυμάζουμε, ἀντιμετώπισαν τεράστιες ἐσωτερικές δυσκολίες, ἀλλά δέν ἄφησαν τόν ἀγώνα. Χωρίς τό φάρμακο τῶν πειρασμῶν δέν μπορεῖ νά γιατρευτεῖ κανείς. Ὅμως τό νά ὑπομένουμε, τούς πειρασμούς δέν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό τήν δική μας προσπά­θεια, ἀλλά καί ἀπό τήν θεία βοήθεια.

Λοιπόν, ἄν ὑπομένουμε μέ καρτερία τούς πειρα­σμούς ὁ Θεός δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει καί θά μᾶς στείλει τήν βοήθειά Του, ὥστε νά προκόψουμε στήν ἀρετή καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του.

Πώς ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος

Εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού γνωρίζει τήν ἀρρώστια του καί φροντίζει γιά τήν θεραπεία του. Γιατί αὐτό εἶναι τό θεμέλιο τῆς ἀρετῆς. Ὅσο κανείς ἀφήνει τόν ἑαυτό του σέ μαλθακότητα, τόσο μένει πίσω στήν πνευματική πρόοδο. Ό­σο τόν σφίγγει, τόσο περισσότερο προχωράει μπρο­στά στήν ἀρετή.

Τήν ἀρρώστια τοῦ θά τήν καταλάβει κανείς ἀπό τούς πειρασμούς πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Μέ τούς πειρα­σμούς γνωρίζει κανείς τήν ἀδυναμία του, ἀλλά καί τήν μεγαλοσύνη τῆς βοήθειας πού στέλνει ὁ Θεός.

Τήν ψυχή πρέπει νά τήν τροφοδοτοῦμε μέ τήν ἐγκράτεια καί τήν ἐσωτερική γαλήνη. Ἔτσι μπορεῖ κα­νείς νά πλησιάσει τόν Θεό καί νά ὠφεληθεῖ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί τῆς κολάσεως μᾶς ξυπνοῦν ἀπό τόν ὕπνο. Γιατί ἡ ἁμαρτία καί ὁ διάβολος μᾶς κοιμίζουν, καί τό­τε χάνουμε κάθε ἐπαφή μέ τόν Θεό. Νά μήν ξεχνᾶμε πο­τέ, ὅτι μόνο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη πού σώζει καί ὠφελεῖ τόν ἄνθρωπο. Ὅποιος αἰσθανθεῖ τήν ἀ­νάγκη τῆς θείας βοήθειας κάνει πολλές προσευχές, γίνεται ταπεινός καί αὐξάνει στήν ἀρετή. Ὁ Θεός δέν περιφρονεῖ ποτέ «τήν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην καρδίαν».

Ἡ ταπείνωση βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά προσελκύσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τότε ἡ καρδιά αἰσθάνεται τήν θεία βοήθεια καί παίρνει δύναμη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αἰσθανθεῖ τήν θεία βοήθεια ἀμέσως γεμίζει ἡ καρδιά τοῦ ἀπό χαρά καί πίστη, καί τρέχει γρήγορα στήν προσευ­χή, πού εἶναι καταφύγιο βοήθειας, πηγή σωτηρίας, θη­σαυρός ἀρετῶν καί λιμάνι πού σώζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς τρικυμίες τῆς ζωῆς. Ἡ προσευχή ρίχνει φῶς στό σκοτάδι τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀκόντιο μέ τό ὅποιο χτυπάει κανείς τόν διάβολο. Καί ἀφοῦ ἀγωνισθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νικήσει, τότε στήν καρδιά του ἔρχεται ἡ εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ. Μόνο μέ τήν επα­φή μέ τόν Θεό ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος. Καί ὅταν κατα­λάβει ὅτι ἡ προσευχή εἶναι ἕνας θησαυρός πού τόν γε­μίζει χαρά καί εὐτυχία, ἀμέσως ἀναπέμπει εὐχαριστίες στόν Θεό. Καί τότε τό ἔργο τῆς προσευχῆς δέν τό κά­νει ἀναγκαστικά, μέ κόπο καί μόχθο, ἄλλα μέ χαρά καί λαχτάρα, γιατί γνωρίζει ὅτι θά ὠφεληθεῖ πολύ ἀπ’ αὐτήν. Ὑμνολογεί καί δοξάζει τόν Θεό, θαυμάζοντας τήν μεγαλοσύνη Του.

Αὐτός πού θά προκόψει στήν προσευχή δέν τήν συγκρίνει μέ κανένα ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου, τά μάταια καί πρόσκαιρα. Ἡ ἀδιάκοπη προσευχή διώχνει ἀπό τήν ψυχή κάθε φόβο καί δειλία καί τήν γεμίζει μέ τήν εὐφροσύνη καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα αὐτά δημιουργοῦνται στόν ἄνθρωπο ἀπό τήν συναίσθηση τῆς ἴδιας του τῆς ἀρρώστιας. Μέ τήν ἐπίμο­νη προσευχή πλησιάζει τόν Θεό καί μέ πόθο τρέχει σ΄ Αὐτόν, γιά νά πάρει φῶς ἀπό τό φῶς Του καί χάρη ἀπό τήν χάρη Του.

Ἡ χήρα, πού ἀναφέρει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, παρακαλοῦσε καί φώναζε δυνατά κι ἐπίμονα πολλές φορές στόν κριτή, νά τῆς ἀποδώσει τό δίκιο της. Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους δέν τούς φοβᾶμαι οὔτε τούς ὑπολογίζω, ἀλλά γιά τήν ἐπιμονή της θά τῆς κάνω ἐκεῖνο πού ζητάει». Ὅπως, λοιπόν, ἡ χήρα φώνα­ζε δυνατά γιά τό δίκιο της, ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νά παρακαλοῦμε μέ ταπείνωση τόν Θεό, νά μᾶς στείλει τά χαρίσματά Του. Γιατί ἡ χήρα τοῦ Εὐαγγελίου πέτυχε αὐτό πού ζητοῦσε, μολονότι ὁ κριτής τήν ἔδιωξε πολ­λές φορές, προσβάλλοντάς την κατά τόν χειρότερο τρόπο.

Ὁ Θεός γνωρίζει τί μᾶς ὠφελεῖ καί τί ὄχι. Γι’ αὐτό ἄλλοτε μᾶςό δίνει ὅ,τι Τοῦ ζητοῦμε καί ἄλλοτε ὄχι. Ὁ Θεός θέλει τό ψυχικό μας συμφέρον, μολονότι πολλές φορές δέν τό καταλαβαίνουμε καί ἀσύνετα ζητᾶμε νά γίνει κάθε αἴτημά μας δεκτό.

Ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός ἀναβάλλει μερικές φορές νά στείλει τήν χάρη Του, κι αὐτό τό κάνει γιά νά φωνά­ξουμε περισσότερο καί μέ μεγαλύτερη δύναμη στήν προσευχή, κι ἔτσι νά Τόν πλησιάσουμε. Ἀπ’ αὐτά πού τοῦ ζητᾶμε ἄλλα τά δίνει ἀμέσως καί ἄλλα ἀργότερα, ἀποβλέποντας στό ψυχικό μας συμφέρον. Ἐμεῖς βέ­βαια θέλουμε νά μᾶς ἀπαντᾶ πάντα ἀμέσως, ἀλλά ὁ Θεός σάν ἄριστος καί μοναδικός παιδαγωγός μᾶς ἀ­παντάει τότε, πού θά μᾶς ὠφελήσει ψυχικά. Ἄλλους πάλι τούς ἀφήνει νά δοκιμασθοῦν στούς πειρασμούς, γιά νά ἀποδειχτεῖ ἄν πραγματικά τόν ἀγαποῦν.

Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθανθεῖ τήν ἀρρώστια του, βρίσκεται σέ μεγάλο κίνδυνο, ἐπειδή νομίζει ὅτι εἶναι κάτι. Καί τότε ἀπομακρύνεται ὁ Θεός ἀπ’ αὐτόν. Γιατί ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τό μεγαλύτερο κακό πού ὑπάρχει. Αὐτός πού ἔχει ὑπερηφάνεια δέν ὑπάρχει περίπτωση νά φτάσει ποτέ στήν τελειότητα.

Ἡ ταπείνωση ἔρχεται μέ τήν συντριβή τῆς καρδιᾶς καί μέ τήν ἀπομάκρυνση τῶν λογισμῶν τῆς ὑπερηφάνειας. Κανένα πνευματικό ἔργο δέν μπορεῖ νά σταθεῖ χωρίς τήν ταπείνωση. Μόνο μέ τήν ταπείνωση πλη­σιάζει κανείς τόν Θεό καί ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος δέν φοβᾶται τόν πόλεμο πού τοῦ κάνει ὁ διάβολος μέ τίς αἰσχρές σκέψεις καί τά σαρκικά πάθη. Γνωρίζει ὅτι ὅλα αὐτά τά ε­πιτρέπει ὁ Θεός γιά νά μήν πέσει στόν ἐγωισμό, στό φοβερό αὐτό καί γεμάτο ἀπό δηλητήριο φίδι. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν πρέπει νά ζητάει ὁ ἴδιος τούς πειρα­σμούς. Αὐτό πού πρέπει νά κάνει εἶναι νά ὑπομένει τίς δοκιμασίες, ὅταν τίς ἐπιτρέπει ὁ Θεός.

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά εἶναι προσεκτικός καί νά φροντίζει γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του περισσότερο ἀπό ὅλα τά πράγματα. Γιατί ἡ ψυχή μας ἀξίζει περισσότερο άπο ὅλο τόν κόσμο, εἶπε ὁ Κύριος. Νά κάνει τό καλό, νά ἔχει πίστη, νά γνωρίζει τήν ἀδυναμία του καί νά ζητάει πάντα τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

(Ἰσαάκ τοῦ Σύρου)